Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αρτηριοσκληρωτικός -ή -ό [artiriosklirotikós] Ε1 : 1.που ανήκει ή που αναφέρεται στην αρτηριοσκλήρωση. 2. που πάσχει από αρτηριοσκλήρωση. || (ως ουσ.) ο αρτηριοσκληρωτικός. 3. (μτφ.) που είναι προσκολλημένος σε παλιές, οπισθοδρομικές αντιλήψεις, που αντιδρά σε καθετί το νεωτεριστικό· αντιδραστικός, οπισθοδρομικός: H γραφειοκρατική και αρτηριοσκληρωτική οργάνωση των υπηρεσιών. Aρτηριοσκληρωτικές αντιλήψεις. || (ως ουσ.) ο αρτηριοσκληρωτικός.
αρτηριοσκληρωτικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. αρτηριοσκλήρω(σις) -τικός]



