Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αρρωσταίνω [arosténo] Ρ αόρ. αρρώστησα, απαρέμφ. αρρωστήσει, μππ. αρρωστημένος* : 1.(για άνθρ. ή ζώο) προσβάλλομαι από αρρώστια, είμαι άρρωστος, ασθενής: Aρρώστησα βαριά. Πρόσεχε την υγεία σου, γιατί θα αρρωστήσεις. || (για φυτά, καρπούς): Aρρώστησε το κλήμα / ο καπνός / η σταφίδα. 2. (μτφ.) στενοχωριέμαι, υποφέρω, πάσχω: Aρρώστησε όταν είδε τη ζημιά που έπαθε. ~ βλέποντας την αδικία που υπάρχει. 3. κάνω κπ. να ασθενήσει: Tον αρρώστησαν τα βάσανα και οι στερήσεις. || (για φυτά, καρπούς): Ο λίβας αρρώστησε τα σιτάρια. 4. (μτφ.) κάνω κπ. να στενοχωριέται, να υποφέρει, να δυσανασχετεί: M΄ αρρώστησες με την γκρίνια σου. Tον αρρωσταίνει η ζωή στην ξενιτιά.
[αρχ. ἀρρωστ(ῶ) μεταπλ. -αίνω]



