Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αρρίζωτος
1 εγγραφή
αρρίζωτος -η -ο [arízotos] Ε5 : που δεν έχει ριζώσει, που δεν έχει βγάλει ρίζες.

[αρχ. ἀρρίζωτος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες