Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αρπαχτός -ή -ό [arpaxtós] Ε1 : 1.που γίνεται βιαστικά, γρήγορα. 2. (ως ουσ., προφ.) η αρπαχτή: α. η γρήγορη και συχνά με παράνομο τρόπο απόκτηση χρημάτων: Οι αρπαχτές των εργολάβων από τα δημόσια έργα. β. (ειδικότ., θέατρ.) παράσταση που γίνεται βιαστικά και πρόχειρα με οικονομικούς στόχους: Οι αρπαχτές των αθηναϊκών θιάσων στην επαρχία.
αρπαχτά ΕΠIΡΡ: Έφαγε ~, γιατί βιαζόταν. (έκφρ.) στα ~, βιαστικά. [αρχ. ἁρπακτός με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]



