Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αρμολόγηση
1 εγγραφή
αρμολόγηση η [armolójisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αρμολογώ· σύνδεση, αρμολόγημα, συναρμολόγηση: Λύση και ~ του όπλου.

[λόγ. < μσν. αρμολόγησις < αρμολογη- (αρμολογώ) -σις > -ση]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες