Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αρματομαχία
1 εγγραφή
αρματομαχία η [armatomaía] Ο25 : η πολεμική σύγκρουση που διεξάγεται με άρματα μάχης (τανκς): Kατά τη διάρκεια του β' παγκόσμιου πολέμου έγιναν μεγάλες αρματομαχίες.

[λόγ. αρματ- (άρμα) 2 -ο- + -μαχία κατά τα αρχ. ναυμαχία, ἱππομαχία `μάχη ιππικού΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες