Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αρματηλάτης
1 εγγραφή
αρματηλάτης ο [armatilátis] Ο10 : αυτός που ήταν πάνω στο άρμα21 και το οδηγούσε.

[λόγ. < αρχ. ἁρματηλάτης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες