Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αρμάτωμα
1 εγγραφή
αρμάτωμα το [armátoma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αρματώνω.

[μσν. αρμάτωμα < αρματώ(νω) -μα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες