Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αρκουδοτόμαρο
1 εγγραφή
αρκουδοτόμαρο το [arkuδotómaro] Ο41 : το τομάρι, το δέρμα της αρκούδας.

[αρκούδ(α) -ο- + τομάρ(ι) -ο]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες