Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αρκουδίσιος
1 εγγραφή
αρκουδίσιος -α -ο [arkuδísxos] Ε4 : 1.που έχει σχέση με αρκούδα, που ανήκει σ΄ αυτήν: Aρκουδίσιο τομάρι. Aρκουδίσια περπατησιά, βαριά και άχαρη. 2. που μοιάζει με της αρκούδας: Aρκουδίσιο σώμα / μούτρο.

[αρκούδ(α) -ίσιος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες