Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αρκουδίζω
1 εγγραφή
αρκουδίζω [arkuδízo] Ρ2.1α : (ιδ. για μικρά παιδιά) περπατώ με χέρια και με πόδια, με τα τέσσερα· μπουσουλάω: Tο μωρό αρκουδίζει, αλλά δεν περπατάει ακόμα.

[μσν. αρκουδίζω < αρκούδ(ιν) -ίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες