Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αρκεβούζιο
1 εγγραφή
αρκεβούζιο το [arkevúzio] Ο40 : 1.μεσαιωνικό όπλο παρόμοιο με τόξο που εκτόξευε βέλη ή σφαιρικές πέτρες. 2. τύπος των πρώτων φορητών πυροβόλων όπλων, από τα οποία αργότερα προήλθε το τουφέκι.

[μσν. αρκομπούζο < παλ. ιταλ. *arcobusio(;) < archibus(i)o με λόγ. επίδρ. κατά το γαλλ. archebuse και κατά το επίθημα -ιον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες