Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αριστοφανικός -ή -ό [aristofanikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στον κωμικό ποιητή Aριστοφάνη: Aριστοφανικές κωμωδίες. Aριστοφανικό έργο.
αριστοφανικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. Ἀριστοφάν(ης) -ικός]



