Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αριστοτεχνικός
1 εγγραφή
αριστοτεχνικός -ή -ό [aristotexnikós] Ε1 : που γίνεται με πολύ μεγάλη τέχνη, ικανότητα· αριστουργηματικός: ~ χειρισμός. Aριστοτεχνική οδήγηση / ενέργεια / πάσα. Aριστοτεχνικό χτύπημα καράτε / παίξιμο ηθοποιού. αριστοτεχνικά ΕΠIΡΡ κατά τρόπο που φανερώνει μεγάλη τέχνη ή ικανότητα· αριστουργηματικά: H ηθοποιός απέδωσε ~ το ρόλο της.

[λόγ. αριστοτέχν(ης) -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες