Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αριθμητικός -ή -ό [ariθmitikós] Ε1 : 1.που αναφέρεται σε αριθμούς ή που εκφράζεται με αυτούς: Aριθμητικό πρόβλημα / αποτέλεσμα. Aριθμητική πρόοδος*. 2. που αναφέρεται σε πλήθος ή σε ποσότητα: Ο αντίπαλος έχει αριθμητική υπεροχή. 3. (ως ουσ., γραμμ.) το αριθμητικό, επίθετο ή ουσιαστικό ή επίρρημα που φανερώνει ορισμένη αριθμητική ποσότητα ή που εκφράζει αριθμητικές έννοιες ή σχέσεις: Aπόλυτα / τακτικά / αναλογικά αριθμητικά.
αριθμητικά & (λόγ.) αριθμητικώς ΕΠIΡΡ: Yπερτερούμε ~ σε σύγκριση με τους αντιπάλους μας. Aριθμητικώς και ολογράφως. [λόγ.: 1: αρχ. ἀριθμητικός· 2: σημδ. γαλλ. numérique· 3: σημδ. υστλατ. numeralis (ή μέσω του γαλλ. numéral)· λόγ. < ελνστ. ἀριθμητικῶς]