Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αριβισμός ο [arivizmós] Ο17 : 1.η επιδίωξη γρήγορου πλουτισμού ή ανάδειξης σε αξιώματα με τη χρησιμοποίηση κάθε μέσου, κυρίως αθέμιτου. 2. οι πράξεις, οι ενέργειες που χαρακτηρίζουν τον αριβίστα.
[λόγ. < γαλλ. arrivisme (-isme = -ισμός)]



