Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αρδεύω
1 εγγραφή
αρδεύω [arδévo] -ομαι Ρ5.1 : διοχετεύω με κατάλληλο τρόπο νερό για το πότισμα καλλιεργημένων εκτάσεων.

[λόγ. < αρχ. ἀρδεύω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες