Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αργυρωρυχείο
1 εγγραφή
αργυρωρυχείο το [arjirorixío] Ο39 : μεταλλείο από όπου εξάγεται το ασήμι.

[λόγ. < ελνστ. ἀργυρωρυχεῖον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες