Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αργοτάξιδος
1 εγγραφή
αργοτάξιδος -η -ο [arγotáksiδos] Ε5 : (λογοτ.) που ταξιδεύει αργά: Aργοτάξιδο καράβι.

[αργο- + ταξίδ(ι) -ος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες