Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αραδιάζω
1 εγγραφή
αραδιάζω [araδjázo] -ομαι Ρ2.1 : 1α.βάζω πρόσωπα ή πράγματα στη σειρά, σε (ευθεία) γραμμή: Tους αράδιασε στη σειρά για να τους μετρήσει. Aραδιάστε τα καθίσματα στην αίθουσα. β. (παθ., για πρόσ. ή πργ.) μπαίνω στη σειρά, σε (ευθεία) γραμμή: Aραδιάστηκαν και περίμεναν το σύνθημα για την επίθεση. Δεμάτια χόρτου αραδιασμένα στη σειρά. 2. (μτφ.) διηγούμαι, εκθέτω κτ. με κάποια σειρά, απαριθμώ με λεπτομέρεια, συχνά κουραστική: Σε κάθε ευκαιρία μάς αραδιάζει τα προσόντα της κόρης της. Mας αράδιασε πάλι ένα σωρό ψέματα / βλακείες / ανοησίες.

[αράδ(α) -ιάζω (διαφ. το μσν. αραδιάζω `προσορμίζομαι΄ < ιταλ. rado `όρμος΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες