Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αρένα
1 εγγραφή
αρένα η [aréna] Ο25 : 1.(για στάδιο) ο χώρος διεξαγωγής θηριομαχιών ή ταυρομαχιών: H ~ βάφτηκε με το αίμα του ταυρομάχου. 2. (μτφ.) το πεδίο διεξαγωγής κυρίως ιδεολογικών και πολιτικών αγώνων· κονίστρα: Nέες κοινωνικές δυνάμεις μπήκαν στην πολιτική ~.

[1: ισπαν. arena· 2: λόγ. σημδ. γαλλ. arène]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες