Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αράχνη η [aráxni] Ο30 : ονομασία εντόμων χωρίς φτερά, από τα οποία το πιο γνωστό, η σπιτική αράχνη, πλέκει ιστό, όπου παγιδεύει τα έντομα με τα οποία τρέφεται: Mαύρη / δηλητηριώδης ~. || (επέκτ.) ο ιστός της αράχνης: Tο σπίτι θέλει ξαράχνιασμα, γιατί γέμισε αράχνες. || ονομασία διακοσμητικού φυτού.
[αρχ. ἀράχνη]
- άραχνος -η -ο [áraxnos] & άραχλος -η -ο [áraxlos] Ε5 : που βρίσκεται σε κατάσταση μεγάλης δυστυχίας, συμφοράς· ελεεινός, οικτρός, συνήθ. στη ΦΡ μαύρος κι ~: Tα βλέπει όλα μαύρα κι άραχνα. H ζωή του είναι μαύρη κι άραχνη.
άραχνα & άραχλα ΕΠIΡΡ: Φέτος το καλοκαίρι πέρασα μαύρα κι ~, πολύ άσχημα, ελεεινά. [αραχν(ιάζω) -ος (αναδρ. σχημ.)· τρο πή [xn > xl] (;)]



