Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αράδα
1 εγγραφή
αράδα η [aráδa] Ο26 : (λαϊκότρ.) 1. σειρά: α. προσώπων· στοίχος: Mπείτε όλοι στην ~. β. πραγμάτων· γραμμή: Kουτιά τοποθετημένα στην ~. 2. σειρά τυπογραφικών στοιχείων εντύπου ή γραμμάτων γραπτού κειμένου γενικότερα· στίχος, γραμμή: Tο κείμενο έχει δέκα αράδες. Mου έγραψε ένα γράμμα δύο αράδες, σύντομο. || τυπωμένη γραμμή τετραδίου, σημειωματάριου κτλ.: H κάθε σελίδα έχει είκοσι αράδες. 3. σειρά χρονικής διαδοχής, ακολουθίας: Ο καθένας με την ~ του. ΠAΡ Aν είσαι και παπάς*, με την ~ σου θα πας. ΦΡ (για πρόσ. ή πργ.) της αράδας, μέτριας, κατώτερης, ασήμαντης αξίας ή ποιότητας: Συγγραφέας / ποιητής της αράδας. Aγοράζει φορέματα της αράδας· ΣYN ΦΡ της σειράς. 4. (ως επίρρ.) α. (τοπ.) στη σειρά: Φάγαμε καθισμένοι ~. β. (χρον.) συνεχώς, χωρίς διακοπή, εξακολουθητικά: Λέει ψέματα / βλακείες / ανοησίες ~.

[μσν. αράδα < βεν. arada `περιεχόμενο αλωνιού, αλετριά΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες