Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1.201 εγγραφές [21 - 30] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- απαγωγή 1 η [apaγojí] Ο29 : η βίαιη αρπαγή και απόκρυψη κάποιου, συνήθ. με σκοπό κάποιο αντάλλαγμα: Tρομοκράτες σχεδίαζαν απαγωγές πολιτικών προσώπων. || για ερωτικούς λόγους: Εκούσια / ακούσια ~.
[λόγ. < ελνστ. ἀπαγωγή, αρχ. σημ.: `μεταφορά μακριά΄]
- απαγωγή 2 η : (γυμν.) κίνηση που αποβλέπει στην απομάκρυνση των ενωμένων μεταξύ τους χεριών ή ποδιών. ANT προσαγωγή.
[λόγ. < αρχ. ἀπαγωγή `μεταφορά μακριά΄]
- απαγωγή 3 η : (λογ., μαθημ.) εις άτοπον ~, συλλογιστική μέθοδος κατά την οποία αποδεικνύεται η αλήθεια μιας πρότασης με βάση το γεγονός ότι η αντίθετή της είναι ψευδής ή λανθασμένη.
[λόγ. < αρχ. ἀπαγωγή (εἰς τό ἀδύνατον)]
- απαγωγικός -ή -ό [apaγojikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στην απαγωγή 3, που γίνεται με την εις άτοπον απαγωγή: ~ συλλογισμός. Aπαγωγική απόδειξη.
απαγωγικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. απαγωγ(ή) 3 -ικός]
- απάγωτος -η -ο [apáγotos] Ε5 : που δεν έχει παγώσει, είτε από φυσική αιτία είτε με τεχνητό τρόπο.
[α- 1 παγώ(νω) -τος]
- απάδει [apáδi] Ρ (μόνο στον ενεστ.) : (λόγ.) δεν ταιριάζει. ANT συνάδει: H συμπεριφορά του ~ προς την ιδιότητα του δικαστή.
[λόγ. γ' εν. < αρχ. ἀπᾴδω `τραγουδάω παράφωνα, δεν ταιριάζω΄ κατά τη σημ. της ελνστ. μεε. ἀπᾷδον `αταίριαστο΄]
- απαζάρευτος -η -ο [apazáreftos] Ε5 : που αγοράστηκε χωρίς παζάρια, χωρίς διαπραγματεύσεις για τη μείωση της τιμής του.
[α- 1 παζαρεύ(ω) -τος]
- απαθανατίζω [apaθanatízo] -ομαι & αποθανατίζω [apoθanatízo] -ομαι Ρ2.1 : μέσο κυρίως της τέχνης ή της τεχνικής, διατηρώ κπ. ή κτ. πολύ ζωντανό στη μνήμη των συγχρόνων και των μεταγενεστέρων: H φωτογραφία απαθανατίζει χαρούμενες στιγμές της ζωής μας. H λαϊκή μούσα απαθανάτισε τα κατορθώματα πολλών ηρώων μας.
[λόγ. < αρχ. ἀπαθανατίζω· παρετυμ. απο- θάνατος (“βγάζω από το θάνατο”)]
- απαθανάτιση η [apaθanátisi] & αποθανάτιση η [apoθanátisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του απαθανατίζω.
[λόγ. < ελνστ. ἀπαθανάτι(σις) -ση· παρετυμ. κατά το απαθανατίζω > αποθανατίζω]
- απάθεια η [apáθia] Ο27 : η ιδιότητα που χαρακτηρίζει τον απαθή· αδιαφορία, έλλειψη συγκίνησης ή αντίδρασης μπροστά σ΄ ένα γεγονός ή σε μια κατάσταση: Bλέπω / ακούω με ~. ~ που την έχει! Tίποτε δεν μπορούσε να ταράξει την απάθειά του.
[λόγ. < αρχ. ἀπάθεια]



