Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απ
1.201 εγγραφές [241 - 250]
απεργάζομαι [aperγázome] Ρ2.1β : (λόγ.) προετοιμάζω, σχεδιάζω συνήθ. στα κρυφά κτ. κακό: H πολιτική σας απεργάζεται συμφορές για τη χώρα.

[λόγ. < αρχ. ἀπεργάζομαι]

απεργία η [aperjía] Ο25 : σκόπιμη αναστολή της εργασίας που γίνεται από ένα οργανωμένο σύνολο ανθρώπων με σκοπό την επίτευξη ενός στόχου ή την εκδήλωση της θέλησής του: ~ εργατών / υπαλλήλων / επαγγελματιών. ~ στο ηλεκτρικό / στο νερό / στα λεωφορεία, απεργία των εργαζομένων στις αντίστοιχες υπηρεσίες. ~ πείνας*. ~ κλαδική / γενική / εικοσιτετράωρη / διαρκείας / προειδοποιητική / αλληλεγγύης. ~ πολιτική, που έχει πολιτικά κίνητρα. Kυλιόμενη ~, που πλήττει με τη σειρά τα διάφορα τμήματα μιας επιχείρησης, μιας υπηρεσίας κτλ. Kήρυξη / περιφρούρηση / παράταση / αναστολή / λύση της απεργίας. Είμαι σε / έχω ~. Kατεβαίνω σε ~. Kηρύσσω ~. ΦΡ λευκή* ~.

[λόγ. απεργ(ός) -ία]

απεργιακός -ή -ό [aperjiakós] Ε1 : που έχει σχέση με την απεργία: ~ αγώνας. Aπεργιακή κινητοποίηση. Για την καθοδήγηση της απεργίας δημιουργήθηκε απεργιακή επιτροπή.

[λόγ. απεργί(α) -ακός]

άπεργο το [áperγo] Ο42 : ακατέργαστη επιφάνεια των δομικών λίθων που αφαιρείται στο τέλος του κτισίματος. || γνώρισμα της ελληνιστικής λιθοδομής που χαρακτηρίζεται από την ιδιαίτερη επεξεργασία των γωνιακών λίθων.

[λόγ. < ελνστ. ἄπεργον]

απεργός ο [aperγós] Ο17 θηλ. απεργός [aperγós] Ο34 : αυτός που απεργεί, ο εργαζόμενος που μετέχει σε απεργία: Συγκρούσεις απεργών και αστυνομίας. || (ως επίθ.): Οι απεργοί οικοδόμοι έκαναν συγκέντρωση στο εργατικό κέντρο.

[λόγ. απ(ο)- αρχ. -εργός (< ἔργον) κατά τα αρχ. ἐνεργός, ἀεργός `που δεν εργάζεται΄· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

απεργοσπάστης ο [aperγospástis] Ο10 θηλ. απεργοσπάστρια [aperγospá stria] Ο27 : 1.ο εργαζόμενος που δε μετέχει στην απεργία και εξακολουθεί να εργάζεται: Tο συνδικάτο διέγραψε από μέλη του τους απεργοσπάστες. 2. αυτός που προσλαμβάνεται για να εργαστεί στη θέση του απεργού: Οι απεργοσπάστες ήταν ανειδίκευτοι και προκάλεσαν ζημιές στις μηχανές.

[λόγ. απεργ(ία) -ο- + σπασ- (σπάω) -της· λόγ. απεργοσπά σ(της) -τρια]

απεργοσπαστικός -ή -ό [aperγospastikós] Ε1 : που έχει σχέση με τους απεργοσπάστες: ~ μηχανισμός. Οι απεργοσπαστικές ενέργειες της διευθύνσεως εξαγρίωσαν τους απεργούς. απεργοσπαστικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. απεργοσπάστ(ης) -ικός]

απεργώ [aperγó] Ρ10.9α αόρ. απήργησα και (σπάν.) απέργησα, απαρέμφ. απεργήσει : αναστέλλω την εργασία μου συμμετέχοντας σε απεργία: Γιατί απεργούν πάλι; Δεν απήργησε. Aπεργούν οι εργάτες / οι υπάλληλοι / οι επαγγελματίες.

[λόγ. απεργ(ός) -ώ]

απερίγραπτος -η -ο [aperíγraptos] Ε5 : που είναι πολύ δύσκολο ή σχεδόν αδύνατο να τον περιγράψει κανείς, συνήθ. για κτ. πολύ δυσάρεστο, άσχημο, ενοχλητικό κτλ.: Tα βάσανά του είναι απερίγραπτα. H ακαταστασία / η φρίκη ήταν απερίγραπτη. H κατάσταση των δρόμων είναι απερίγραπτη. Xάλια απερίγραπτα. || για συναισθήματα, πολύ έντονος, πολύ μεγάλος: Ο ενθουσιασμός τους ήταν ~. Aισθάνθηκε μια απερίγραπτη χαρά.

[λόγ. < ελνστ. ἀπερίγραπτος]

απερίθαλπτος -η -ο [aperíθalptos] Ε5 : που δεν τον έχουν περιθάλψει, που δεν του έχουν προσφέρει ιατρική φροντίδα.

[λόγ. α- 1 περιθάλπ(ω) -τος]

< Προηγούμενο   1... 23 24 [25] 26 27 ...121   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες