Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1.201 εγγραφές [221 - 230] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- απεμπλέκω [apembléko] -ομαι Ρ (βλ. εμπλέκω) (συνήθ. παθ. στο απαρέμφ. αορ.) : (λόγ.) καταφέρνω να απαλλάξω κπ. από μια δυσάρεστη, μπερδεμένη και ενοχλητική κατάσταση· ξεμπλέκω2β: Είναι αδύνατο να απεμπλακεί από αυτή την ιστορία.
[λόγ. απ(ο)- εμπλέκω μτφρδ. γαλλ. désengager]
- απεμπλοκή η [apemblokí] Ο29 : (λόγ.) η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του απεμπλέκω.
[λόγ. απ(εμπλέκω) -εμπλοκή κατά το σχ.: εμπλέκω - εμπλο κή μτφρδ. γαλλ. désengagement ή αγγλ. disengagement]
- απεμπόληση η [apembólisi] Ο33 : (λόγ.) η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του απεμπολώ· παραχώρηση των δικαιωμάτων μου ή προδοσία ιδεών, αρχών, αξιών κτλ. για ιδιοτελείς σκοπούς και με ευτελές συνήθ. αντάλλαγ μα.
[λόγ. < αρχ. ἀπεμπόλη(σις) `πούλημα΄ -ση]
- απεμπολώ [apemboló] -ούμαι Ρ10.9 : (λόγ.) παραχωρώ τα δικαιώματά μου ή προδίνω ιδέες, αρχές, αξίες κτλ. για ιδιοτελείς σκοπούς: Aπεμπόλησε τα ιερά και τα όσια της πατρίδας.
[λόγ. < αρχ. ἀπεμπολῶ]
- απέναντι [apénandi] επίρρ. τοπ. : I.χρησιμοποιείται μονολεκτικά για τη δήλωση τόπου, όταν τα συμφραζόμενα βοηθούν κατάλληλα τον ομιλητή· γενικά όμως είναι συχνότερες οι εκφορές: ~ σε, ~ από· όταν συντάσσεται με αδύνατο τύπο της προσωπικής αντωνυμίας, η αντωνυμία μπαίνει σε γενική ή εκφέρεται με σε και αιτιατική· δηλώνει: 1. τόπο· προσδιορίζει κτ. που βρίσκεται κοντά και προς την κατεύθυνση που βλέπει κάποιος· αντίκρυ: Bλέπεις εκείνο το ψηλό σπίτι; Mένουμε ακριβώς ~. Πού έχει φαρμακείο; - Εδώ ~. Σας περιμένουν στο ταβερνάκι ~, που βρίσκεται απέναντι. Tο σπίτι τους είναι ~ από το σχολείο. Πετάχτηκε ~ (στο περίπτερο) για τσιγάρα. || μπροστά από / σε: Aπέναντί μας απλωνόταν η θάλασσα, μπροστά από εμάς. Δεν τολμά να εμφανιστεί απέναντί τους, μπροστά σ΄ αυτούς. || αντικριστά: Kαθόταν με τις ώρες ο ένας ~ στον άλλο χωρίς να μιλούν. Tα σπίτια μας ήταν ~. Ο Όλυμπος υψώνεται ~ στον Kίσσαβο. || από ~, δηλώνει αφετηρία: Tον είδα να έρχεται από ~. || ως ~, δηλώνει τέρμα: Έτρεξαν ως ~. 2α. με αδύνατο τύπο προσωπικής αντωνυμίας δηλώνει σχέση ή αναφορά: Δεν ήταν ειλικρινής απέναντί μας. Ήταν πάντα συνεπής στις υποχρεώσεις του απέναντί μου. β. με τη σημασία του εναντίον: ~ στις δυνάμεις του εχθρού δεν είχαν να αντιτάξουν παρά μόνο τη θέλησή τους να νικήσουν. Εύκολα διέκρινες την εχθρική διάθεση των κατοίκων ~ στους τουρίστες. 3. σύγκριση: ~ στις δικές του δυσκολίες οι δικές μου φαίνονται αστείες, συγκρινόμενες με τις δικές μου. II. σε ονοματική χρήση. 1. (ως επίθ.): Οι ~ γωνίες του ρόμβου είναι ίσες. Mε μια αυτοσχέδια βάρκα πέρασαν στην ~ όχθη. 2. (ως ουσ.): Δεν έχουν φιλικές σχέσεις με τους ~, με αυτούς που μένουν απέναντι.
[αρχ. ἀπέναντι]
- απεναντίας [apenandías] επίρρ. : δηλώνει ότι συμβαίνει εντελώς το αντίθετο από αυτό που έχει προαναφερθεί· συνήθ. στη θέση αντιθετικού παρατακτικού συνδέσμου, εισάγει ύστερα από τελεία ή άνω τελεία πρόταση με νόημα αντίθετο προς το νόημα της προηγούμενης αρνητικής πρότασης· αντιθέτως, αντίθετα: Δεν τον συμπαθεί· ~ τον μισεί θανάσιμα. Δεν τους περίμενα· ~ έμεινα με την εντύπωση πως είχαν ήδη φύγει. || συχνά με το μάλιστα για εντονότερη αντίθεση, χωρίς αναγκαστικά να ακολουθούνται από πρόταση: Δεν είχε πρόθεση να τους θίξει· ~ μάλιστα (τους εκτιμά πολύ). || με το αλλά / όμως: Έλεγαν πως ήταν τυχερός· ~ όμως είχε πολλές ατυχίες στη ζωή του. || Είσαι ευχαριστημένος; -~ λυπάμαι πολύ, αντίθετα, το αντίθετο, κάθε άλλο, λυπάμαι πολύ.
[λόγ. < ελνστ. ἀπεναντίας]
- απένθητος -η -ο [apénθitos] Ε5 : για νεκρό που δεν τον έχουν πενθήσει.
[λόγ. < αρχ. ἀπένθητος]
- απενταρία η [apendaría] Ο25α (συνήθ. πληθ.) : (οικ.) πλήρης ή πολύ μεγάλη έλλειψη χρημάτων· αδεκαρία, αναπαραδιά, αφραγκία: Έχω κάτι απενταρίες!
[λόγ. απένταρ(ος) -ία]
- απένταρος -η -ο [apéndaros] Ε5 : (οικ.) που δεν έχει καθόλου χρήματα· αδέκαρος, άφραγκος: Είμαι / έμεινα ~.
[α- 1 πεντάρ(α) -ος]
- απεντόμωση η [apendómosi] Ο33 : η χρησιμοποίηση ειδικών μεθόδων για την εξόντωση επιβλαβών ή ενοχλητικών εντόμων.
[λόγ. απ(ο)- έντομ(ον) -ωσις > -ωση μτφρδ. γαλλ. désinsectisation]



