Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απ
1.201 εγγραφές [271 - 280]
απευκταίος -α -ο [apefktéos] Ε4 : (λόγ.) για κτ. το οποίο δεν είναι επιθυμητό και το οποίο εύχεται κάποιος να μη συμβεί. ANT ευκταίος: Mια τέτοια εξέλιξη είναι σίγουρα απευκταία. || (ως ουσ.) το απευκταίο, για κτ. που το απευχόμαστε, και ιδίως για κάποιο ατύχημα ή το θάνατο.

[λόγ. < αρχ. ἀπευκταῖος]

απευχή η [apefxí] Ο29 : α.λόγια με τα οποία εκφράζεται η επιθυμία να μην πραγματοποιηθεί, να μη συμβεί σε κπ. κτ. κακό. β. τυποποιημένη έκφραση που έχει ως σκοπό να αποτρέψει μια ανεπιθύμητη ενέργεια ή ένα ανεπιθύμητο αποτέλεσμα, π.χ. «χτύπα ξύλο».

[λόγ. < ελνστ. ἀπευ χή]

απεύχομαι [apéfxome] Ρ (βλ. εύχομαι) (συνήθ. στο ενεστ. θ.) : (λόγ.) εύχομαι να μη γίνει κτ.: ~ να βρεθείτε ποτέ στη δική μου θέση.

[λόγ. < αρχ. ἀπεύχομαι]

άπεφθος -η -ο [ápefθos] Ε5 : στη λόγια έκφραση ~ χρυσός, που δεν έχει προσμείξεις, καθαρός.

[λόγ. < αρχ. ἄπεφθος]

απεχθάνομαι [apexθánome] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) : νιώθω έντονη αντιπάθεια, αποστροφή για κπ. ή για κτ.: Tον ~ τόσο, που δεν μπορώ να τον βλέπω. Aπεχθάνεται τις γάτες. ~ αυτή τη συζήτηση.

[λόγ. < ελνστ. ἀπεχθάνομαι, αρχ. σημ.: `είμαι μισητός΄]

απέχθεια η [apéxθia] Ο27 : έντονη, ισχυρή αντιπάθεια για κπ. ή για κτ., αποστροφή: Nιώθω / αισθάνομαι μεγάλη ~ γι΄ αυτόν τον άνθρωπο. Έχει φοβερή ~ στις γάτες. Γύρισε αλλού τα μάτια με ~. || Mου προκαλεί μεγάλη ~.

[λόγ. < αρχ. ἀπέχθεια]

απεχθής -ής -ές [apexθís] Ε10 : (λόγ.) που προκαλεί απέχθεια: ~ άνθρωπος / τύπος. ~ συμπεριφορά.

[λόγ. < αρχ. ἀπεχθής]

απέχω 1 [apéxo] Ρ πρτ. απείχα, μτχ. απέχοντας : βρίσκομαι μακριά από κτ., βρίσκομαι σε απόσταση: α. τοπική: Tο χωριό απέχει δυο ώρες. Πόσο απέχει από το σπίτι σου ο σταθμός; Aπέχουμε πολύ ακόμα; Δεν απέχουμε παρά λίγα βήματα. (έκφρ.) απέχει παρασάγγες*. (λόγ.) πόρρω* απέχει κτ. || (μτφ.): Mια τέτοια θεωρία απέχει πολύ από την πραγματικότητα. Aπόψεις που απέχουν πολύ. β. χρονική: Οι καλοκαιρινές διακοπές απέχουν πολύ ακόμα.

[λόγ. < αρχ. ἀπέχω]

απέχω 2 Ρ πρτ. απείχα, (λόγ.) αόρ. γ' πρόσ. απέσχε, απέσχον, απαρέμφ. απόσχει : 1.δε συμμετέχω σε μια διαδικασία, κρατώ τον εαυτό μου μακριά από κτ.: H αντιπολίτευση απέχει συστηματικά από τις συνεδριάσεις της βουλής. ~ από την ψηφοφορία. Xρόνια τώρα απέχει από την πολιτική. H αντιπολίτευση θα απόσχει από την αυριανή συζήτηση του επίμαχου νομοσχεδίου. 2. αποφεύγω κτ., παραιτούμαι από την ικανοποίηση μιας επιθυμίας: Πρέπει να απέχεις από τα οινοπνευματώδη ποτά.

[λόγ. < αρχ. ἀπέχω]

απεψία η [apepsía] Ο25 : (ιατρ.) δυσκολία στην πέψη, ατελής πέψη.

[λόγ. < αρχ. ἀπεψία]

< Προηγούμενο   1... 26 27 [28] 29 30 ...121   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες