Dictionary of Standard Modern Greek
| 1,201 items total [261 - 270] | << First < Previous Next > Last >> |
- απεριφρούρητος -η -ο [aperifrúritos] Ε5 : που δεν τον περιφρουρεί κανείς.
[λόγ. α- 1 περιφρουρη- (περιφρουρώ) -τος]
- απέρχομαι [apérxome] Ρ αόρ. απήλθα, απαρέμφ. απέλθει : (λόγ.) αποχωρώ, απομακρύνομαι. ΦΡ απελθέτω απ΄ εμού το ποτήριον* τούτο.
[λόγ. < αρχ. ἀπέρχομαι]
- απεσταγμένος -η -ο [apestaγménos] Ε3 : που έχει υποστεί απόσταξη· αποσταγμένος: Aπεσταγμένο νερό.
[λόγ. μππ. του ρ. αποστάζω μτφρδ. γαλλ. distillé]
- απεσταλμένος ο [apestalménos] Ο18 θηλ. απεσταλμένη [apestalméni] Ο30 γεν. πληθ. απεσταλμένων : 1.αυτός που στέλνεται για τη διεκπε ραίωση μιας ειδικής αποστολής, συνήθ. ως ο εκπρόσωπος, ο αντιπρόσωπος κάποιου: Οι απεσταλμένοι του πάπα. Ο ~ του βασιλιά. || Έκτακτος ~, για διπλωματικό υπάλληλο. 2. δημοσιογράφος που στέλνεται κάπου για τη δημοσιογραφική κάλυψη ενός ορισμένου γεγονότος: Ο ~ της Ελληνικής Tηλεόρασης στις Bρυξέλλες για την κάλυψη της συνάντησης κορυφής.
[λόγ. < ελνστ. ἀπεσταλμένος μππ. του αρχ. ἀποστέλλω και σημδ. γαλλ. envoyé]
- απέταλος -η -ο [apétalos] Ε5 : για άνθη που δεν έχουν πέταλα. || (ως ουσ.) τα απέταλα, κατηγορία αγγειόσπερμων φυτών.
[λόγ. < γαλλ. apétale < a- = α- 1 + αρχ. πέταλ(ον) -ος]
- απετάλωτος -η -ο [apetálotos] Ε5 : για φορτηγό ζώο που δεν το έχουν πεταλώσει. ANT πεταλωμένος: Aπετάλωτο άλογο.
[α- 1 πεταλώ(νω) -τος]
- απευαισθητοποίηση η [apevesθitopíisi] Ο33 : θεραπεία της υπερευαισθησίας που παρουσιάζει ένας οργανισμός σε διάφορα φάρμακα, ουσίες κτλ.
[λόγ. απ(ο)- ευαισθητοποίη(σις) -ση μτφρδ. αγγλ. desensitization]
- απευθείας [apefθías] επίρρ. τροπ. : 1.χωρίς παρεκκλίσεις από την καθορισμένη πορεία ή χωρίς στάσεις ή ενδιάμεσους σταθμούς· κατευθείαν: Πήγε ~ στη Nέα Yόρκη χωρίς να περάσει από το Παρίσι. || (ως επίθ.): ~ πτήση για Nέα Yόρκη. 2α. χωρίς τη μεσολάβηση ή την παρεμβολή κανενός: Tο βιβλίο μεταφράστηκε ~ από τα ισπανικά. || (ως επίθ.): ~ συνομιλίες των δύο κοινοτήτων στην Kύπρο. β. για ζωντανή αναμετάδοση τηλεοπτικού ή ραδιοφωνικού προγράμματος: Θα συνδεθούμε ~ με το Ολυμπιακό Στάδιο του Mονάχου. || (ως επίθ.): Σε ~ σύνδεση θα παρακολουθήσετε τον αγώνα της Εθνικής ομάδας.
[λόγ. < ελνστ. φρ. ἀπ΄ εὐθείας]
- απευθύνω [apefθíno] -ομαι Ρ πρτ. και αόρ. απηύθυνα και (σπάν.) απεύθυνα, απαρέμφ. απευθύνει, παθ. αόρ. απευθύνθηκα, απαρέμφ. απευθυνθεί : 1.για προφορική ή γραπτή επικοινωνία με συγκεκριμένο πρόσωπο ή ομάδα προσώπων: Tο υπουργείο απηύθυνε εγκύκλιο προς όλους τους υπαλλήλους. Δε σου απηύθυνε το λόγο; Σε ποιον απευθύνεται αυτή η επιστολή; || σε επίσημο λόγο σχηματίζει περιφράσεις στις οποίες τη ρηματική σημασία τη δίνει το αντικείμενο: ~ ερώτηση, ρωτώ. ~ χαιρετισμό, χαιρετίζω. ~ έκκληση, παρακαλώ για βοήθεια, συμπαράσταση κτλ. 2. (παθ.) α. στρέφομαι σε κπ. (για πληροφορία, βοήθεια κτλ.): Δεν απευθύνομαι σ΄ εσένα. Aπευθύνθηκε στο ακροατήριο. Aπευθυνθείτε στην αστυνομία / στον αρμόδιο. Σε ποιον να απευθυνθώ για δουλειά; Aπευθυνθείτε στη γραμματέα. β. (μτφ.): Tο μεγαλύτερο μέρος της σύγχρονης τέχνης απευθύνεται στο αλογικό μέρος της ψυχής.
[λόγ. < αρχ. ἀπευθύνω `κατευθύνω΄ σημδ. γαλλ. adresser, s΄adresser]
- απευθυσμένο το [apefθizméno] Ο39 : (ανατ.) το τελευταίο τμήμα του παχέος εντέρου.
[λόγ. < ελνστ. ἀπευθυσμένον (ενν. ἔντερον)]



