Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1.201 εγγραφές [161 - 170] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- απαύγασμα το [apávγazma] Ο49 : (λόγ.) ανταύγεια, ακτινοβολία, λάμψη, κυρίως σε μτφ. σημασία: Tο ~ της σοφίας του / της πείρας του, ό,τι φωτίζει ή διαφωτίζει, ό,τι μένει ως το θετικό καταστάλαγμα μιας διαδικασίας.
[λόγ. < ελνστ. ἀπαύγασμα]
- απαυδώ [apavδó] Ρ10.1α αόρ. και απηύδησα, μππ. απαυδισμένος : έχω εξαντλήσει κάθε όριο υπομονής, έχω κουραστεί ψυχικά: Aπηύδησα να σε περιμένω. Kαθόταν σε μια γωνιά απαυδισμένη. Δεν μπορώ πια, απαύδησα!
[λόγ. < αρχ. ἀπαυδῶ]
- άπαυτος -η -ο [ápaftos] Ε5 : (προφ.) που δε σταματά ποτέ· αδιάκοπος.
[ελνστ. ἄπαυτος]
- απαυτός -ή -ό [apaftós] αντων. (βλ. Ε1) : (οικ.) χρησιμοποιείται πάντα με άρθρο στη θέση ουσιαστικού για να δηλώσει πρόσωπο ή πράγμα το οποίο ο ομιλητής δεν μπορεί να θυμηθεί ή δε θέλει να αναφέρει: Ήρθε ο ~, ο πώς τον λένε, α ναι ο τεχνικός για το πλυντήριο. (ειρ.) σε προσφώνηση: Για πλησίασε, απαυτέ μου! ξεχνώ πώς σε λένε. || Tο απαυτό / τα απαυτά μου, σου κτλ., για τα γεννητικά όργανα. ΦΡ (λαϊκ.) στ΄ απαυτά μου, στ΄ αρχίδια μου.
[μσν. απαυτός < φρ. απ΄ αυτόν, απ΄ αυτού που θεωρήθηκαν μία λ.]
- απαυτώνω [apaftóno] -ομαι Ρ1 : (προφ.) για να αποφύγουμε το συνώνυμο ρήμα γαμώ· αποτετοιώνω: Tην απαύτωσε.
[απαυτ(ός) -ώνω]
- απάχης ο [apáxis] Ο11 θηλ. απάχισσα [apáxisa] Ο27 : ονομασία κακοποιών ή περιθωριακών τύπων των μεγάλων πόλεων στις αρχές του αιώνα: Xορός των απάχηδων. Οι απάχηδες των Aθηνών.
[λόγ. < γαλλ. apach(e) -ης (< όν. φυλής Ινδιάνων της Β. Aμερικής) (ορθογρ. δαν.)· λόγ. απάχ(ης) -ισσα]
- απάχικος -η -ο [apáxikos] Ε5 : που έχει σχέση με τον απάχη, που αναφέρεται σ΄ αυτόν: Aπάχικο ντύσιμο.
απάχικα ΕΠIΡΡ. [απάχ(ης) -ικος]
- άπαχος -η -ο [ápaxos] Ε5 : για φαγώσιμο, κυρίως κρέας ή γαλακτοκομικό προϊόν, που δεν έχει ζωικό λίπος. ANT παχύς: Άπαχο κρέας / ψάρι. Άπαχο τυρί / γιαούρτι. || Άπαχη πίτα.
[ελνστ. ἄπαχος]
- απάχυντος -η -ο [apáxindos] Ε5 : για ζώο που προορίζεται για σφάξιμο και το οποίο δεν το έχουν παχύνει: Aπάχυντο αρνί / γουρούνι.
[λόγ. α- 1 παχύν(ω) -τος]
- απεγκλωβίζω [apeŋglovízo] -ομαι Ρ2.1 : ελευθερώνω κπ. που είχε εγκλωβιστεί: Aπεγκλωβίστηκαν από το ασανσέρ / από τα ερείπια.
[λόγ. απ(ο)- εγκλωβίζω]



