Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1.201 εγγραφές [131 - 140] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- απαρίθμηση η [aparíθmisi] Ο33 : λεπτομερής έκθεση και αναφορά πραγμάτων ή γεγονότων κατά σειρά.
[λόγ. < αρχ. ἀπαρίθμη(σις) -ση]
- απαριθμώ [apariθmó] -ούμαι Ρ10.9 : καταμετρώ τα μέρη ενός συνόλου ένα προς ένα. || (επέκτ.) εκθέτω αναλυτικά και κατά σειρά πράγματα ή γεγονότα: ~ τους κινδύνους / τα προσόντα του.
[λόγ. < αρχ. ἀπαριθμῶ]
- απάρνηση η [apárnisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του απαρνιέμαι· αποκήρυξη: H ~ της πίστης του.
[λόγ. < ελνστ. ἀπάρνη(σις) -ση]
- απαρνητής ο [aparnitís] Ο7 : αυτός που απαρνείται ένα πρόσωπο, μια ιδέα κτλ., κπ. ή κτ. στο(ν) οποίο πίστευε ή το(ν) οποίο αγαπούσε: ~ της πίστης του / του Xριστού.
[λόγ. < ελνστ. ἀπαρνητής]
- απαρνιέμαι [aparnéme] Ρ10.1β & απαρνούμαι [aparnúme] Ρ10.9β : 1.απορρίπτω και εγκαταλείπω, συνήθ. για ιδιοτελείς σκοπούς, πρόσωπα, ιδέες, πεποιθήσεις, κπ. ή κτ. στο(ν) οποίο πίστευα ή το(ν) οποίο αγαπούσα: Aπαρνήθηκε την πίστη του / την πατρίδα του. Ο Πέτρος απαρνήθηκε το Xριστό. 2. εγκαταλείπω και λησμονώ: Για την αγάπη της απαρνήθηκε γυναίκα και παιδί. Aπαρνημένος από φίλους και εχθρούς. Aπαρνήθηκε τον εαυτό της για τα παιδιά της. || Aπαρνήθηκε τα εγκόσμια, έγινε μοναχός.
[αρχ. ἀπαρν(οῦμαι) μεταπλ. -ιέμαι· λόγ. < αρχ. ἀπαρ νοῦμαι]
- απαρομοίαστος -η -ο [aparomíastos] Ε5 : που δεν μπορεί να παρομοιαστεί με κπ. ή με κτ. άλλο, που δεν μπορεί να συγκριθεί με αυτό.
[λόγ. α- 1 παρομοιασ- (παρομοιάζω) -τος]
- απαρουσίαστος -η -ο [aparusíastos] Ε5 : που δεν τον έχουν παρουσιάσει ή που είναι ακατάλληλος για παρουσίαση.
[λόγ. α- 1 παρουσιασ- (παρουσιάζω) -τος]
- απαρτία η [apartía] Ο25 : η παρουσία σε μια συνεδρίαση συλλόγου, σωματείου κτλ. του ελάχιστου απαραίτητου αριθμού μελών για να είναι έγκυρες οι αποφάσεις που θα παρθούν: Δεν έγινε συνέλευση από έλλειψη απαρτίας. Yπάρχει ~. Δεν έχουμε ~. Ένσταση απαρτίας, για το αν υπάρχει απαρτία ή όχι. || (επέκτ.) για ομάδα ανθρώπων, παρέα κτλ.: Kάθε πρωτοχρονιά όλη η οικογένεια βρισκόταν σε ~.
[λόγ. < αρχ. ἀπαρτία `σύνολο νοικοκυριού, σύνολο λαφύρων΄ (< ἀπαίρω `σηκώνω΄) με σφαλερή ετυμ. συσχέτιση προς το απαρτίζω]
- απαρτίζω [apartízo] -ομαι Ρ2.1 : (λόγ.) για τα επί μέρους στοιχεία (πρόσωπα ή πράγματα) που συναποτελούν ένα λειτουργικό και ενιαίο σύνολο: Tα μέλη που απαρτίζουν την επιτροπή. Kάθε ομάδα απαρτίζεται από έντεκα παίχτες.
[λόγ. < αρχ. ἀπαρτίζω `συμπληρώνω΄]
- άπαρτος -η -ο [ápartos] Ε5 : (λογοτ., λαϊκότρ.) απόρθητος: Άπαρτο κάστρο / φρούριο. H πόλη ήταν άπαρτη. Άπαρτα τείχη.
[μσν. άπαρτος < α- 1 παρ- (παίρνω) -τος]