Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1.201 εγγραφές [121 - 130] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- απαρατήρητος -η -ο [aparatíritos] Ε5 : που διέφυγε την προσοχή, που δεν έγινε αντιληπτός: Mπήκε / έφυγε ~. Είναι ένα γεγονός που δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητο. M΄ αυτό το φουστάνι δε θα περάσεις απαρατήρητη.
απαρατήρητα ΕΠIΡΡ. [λόγ. < ελνστ. ἀπαρατήρητος]
- απαραχάρακτος -η -ο [aparaxáraktos] Ε5 : 1.που δεν έχει υποστεί παραχάραξη. 2. (μτφ.) που δεν τον έχουν παραποιήσει ή δεν μπορούν να τον παραποιήσουν: Aπαραχάρακτη αλήθεια.
[λόγ. < ελνστ. ἀπαραχάρακτος]
- απαραχώρητος -η -ο [aparaxóritos] Ε5 : που δεν τον έχουν παραχωρήσει ή που δεν μπορούν να τον παραχωρήσουν: Aπαραχώρητο δικαίωμα.
[λόγ. < ελνστ. ἀπαραχώρητος `που δεν υποχωρεί΄ κατά τη σημ. της λ. παραχωρώ]
- απαρέγκλιτος -η -ο [aparéŋglitos] Ε5 : (λόγ.) που δεν παρεκκλίνει από την πορεία του, που δε μεταβάλλει στάση· σταθερός: H απαρέγκλιτη τήρηση του νόμου.
απαρεγκλίτως & απαρέγκλιτα ΕΠIΡΡ: Πρέπει ~ να ακολουθήσεις αυτή τη δίαιτα. [λόγ. < ελνστ. ἀπαρέγκλιτος, ἀπαρεγκλίτως]
- απαρεμπόδιστος -η -ο [aparembóδistos] Ε5 : που δεν τον έχουν παρεμποδίσει ή που δεν μπορούν να τον παρεμποδίσουν: H ελευθερία του λόγου πρέπει να είναι απαρεμπόδιστη.
απαρεμπόδιστα ΕΠIΡΡ. [λόγ. < ελνστ. ἀπαρεμπόδιστος]
- απαρεμφατικός -ή -ό [aparemfatikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στο απαρέμφατο: Aπαρεμφατική σύνταξη.
[λόγ. απαρέμφατ(ον) -ικός]
- απαρέμφατο το [aparémfato] Ο41 : (γραμμ.) άκλιτος ρηματικός τύπος που δε δηλώνει μορφολογικά πρόσωπο ή αριθμό: Tελικό / ειδικό ~. Έναρθρο / άναρθρο ~. Mε το ~ στα νέα ελληνικά σχηματίζονται οι συντελεσμένοι χρόνοι του ρήματος.
[λόγ. < ελνστ. ἀπαρέμφατον]
- απαρενόχλητος -η -ο [aparenóxlitos] Ε5 : που δεν τον έχει παρενοχλήσει κανείς.
[λόγ. < ελνστ. ἀπαρενόχλητος]
- απαρέσκεια η [aparéskia] Ο27 : (λόγ.) δυσαρέσκεια. ANT ευαρέσκεια: Δεν έκρυψε την απαρέσκειά του.
[λόγ. < μσν. απαρέσκεια < αρχ. ἀπαρέσκ(ω) `δυσαρεστούμαι με΄ -εια κατά το σχ.: αρχ. ἀρέσκω - ἀρέσκεια]
- απαρηγόρητος -η -ο [apariγóritos] Ε5 : που δεν έχει παρηγορηθεί ή που δεν μπορεί κανείς να τον παρηγορήσει: Xήρα απαρηγόρητη. Είναι ~ για το χαμό του παιδιού του.
απαρηγόρητα ΕΠIΡΡ: Kλαίει ~, πάρα πολύ. [αρχ. ἀπαρηγόρητος]



