Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1.201 εγγραφές [1191 - 1200] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- απώλεια η [apólia] Ο27 λόγ. γεν. και απωλείας : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του χάνω (και των συνωνύμων του). 1α. στέρηση ενός υλικού ή πνευματικού αγαθού: H στρατιωτική ήττα είχε ως αποτέλεσμα την ~ εθνικών εδαφών. Γραφειοκρατικές διαδικασίες που συνεπάγονται ~ χρόνου και χρημάτων. Ο θάνατός του είναι μια εθνική ~. Mεγάλη ~!, ειρωνικά για κτ. τιποτένιο που χάθηκε ή χάλασε ή για κπ. ασήμαντο που έφυγε ή πέθανε. || (ιατρ.) διακοπή μιας λειτουργίας, ή αφαίρεση ή αποκοπή ενός μέλους ή οργάνου: ~ συνειδήσεως / της ακοής / της όρασης / των ποδιών / του νεφρού. β. θάνατος, κυρίως σε τυποποιημένες εκφορές: Συλλυπητήρια για την ~ του συζύγου σας. γ. (πληθ.) ό,τι χάνεται, συνολικά, σε έναν αγώνα ή σε μια προσπάθεια ή σε μια δραστηριότητα: Οι απώλειες σε άνδρες και σε πολεμικό υλικό κατά το β' παγκόσμιο πόλεμο ήταν τεράστιες. H εταιρεία είχε μεγάλες απώλειες (κερδών) τα τελευταία χρόνια, ζημιές. 2α. διαφυγή μιας ουσίας ή μιας μορφής ενέργειας: ~ θερμότητας / ισχύος. Kτίρια χωρίς σωστή μόνωση έχουν πολλές απώλειες. β. (σε ειδικές χρήσεις) μείωση: ~ βάρους. ~ οστικής μάζας. 3. ηθική καταστροφή, στις λόγιες εκφράσεις η οδός της απώλειας, τρόπος ζωής που οδηγεί σε ηθική κατάπτωση. οίκος απωλείας, για ανήθικο περιβάλλον. γυνή* της απωλείας.
[λόγ. < αρχ. ἀπώλεια `χάσιμο, καταστροφή΄ & σημδ. γαλλ. perte]
- απώλεσα [apólesa] Ρ απαρέμφ. απολέσει, παθ. αόρ. απολέσθηκα, απαρέμφ. απολεσθεί : (λόγ.) έχασα: Aπώλεσε κάθε ίχνος ντροπής. (απαρχ. έκφρ.) μωραίνει* Kύριος ον βούλεται απολέσαι.
[λόγ. < αρχ. ἀπώλεσα αόρ. του ρ. ἀπόλλυμι]
- απών -ούσα -όν [apón] Ε12α : (λόγ.) ANT παρών. α. που απουσιάζει, που λείπει από εκεί όπου θα έπρεπε να βρίσκεται: Ο μαθητής / ο υπάλληλος ήταν δικαιολογημένα / αδικαιολόγητα ~ από το σχολείο / από την υπηρεσία. (έκφρ.) αδικαιολογήτως* ~. || (ως ουσ.): Σήμερα είχαμε πολλούς απόντες (στην τάξη). ~! Aπούσα!, απάντηση σε ονομαστική, προφορική πρόσκληση. || Σωματικά παρών, πνευματικά όμως ~, για κπ. που είναι αφηρημένος, που δεν παρακολουθεί ό,τι λέγεται ή γίνεται. β. για κπ. που δε συμμετέχει σε κάποια συλλογική δραστηριότητα, που δε δείχνει συνέπεια και αφοσίωση στην εκτέλεση κάποιου καθήκοντος: Ήταν ~ σε όλες τις κρίσιμες ώρες του έθνους. H γενιά μας δεν ήταν απούσα από το έργο της ανασυγκρότησης. Οι αρμόδιες υπηρεσίες ήταν απούσες από τον τόπο της καταστροφής. || (έκφρ.) ο μεγάλος ~: α. για να δηλώσουμε την απουσία ενός σημαντικού προσώπου: Οι ηρωικοί μαχητές είναι οι μεγάλοι απόντες της σημερινής επετείου, για τους νεκρούς. β. επιτιμητικά, για να δηλώσουμε την αδικαιολόγητη απουσία από έναν κοινό αγώνα: H χώρα τους ήταν ο μεγάλος ~ / η μεγάλη απούσα του β' παγκόσμιου πολέμου.
[λόγ. < αρχ. ἀπών `που βρίσκεται μακριά, όχι εδώ΄ & σημδ. γαλλ. absent]
- άπωση η [áposi] Ο33 : 1.(φυσ.) η δύναμη με την οποία τα διάφορα σώματα ή σωμάτια απωθούνται αμοιβαία. ANT έλξη: Hλεκτρική / μαγνητική ~. 2. (ψυχ.) απώθηση.
[λόγ.: 1: αρχ. ἄπω(σις) -ση· 2: σημδ. γαλλ. répulsion]
- απωστικός -ή -ό [apostikós] Ε1 : που προκαλεί άπωση, κυρίως στη σημ. 1.
[λόγ. < ελνστ. ἀπωστικός `που απορρίπτει΄ κατά τη σημ. της λ. άπωση]
- απώτατος -η -ο [apótatos] Ε5 : που βρίσκεται πολύ μακριά από τοπική ή χρονική άποψη: Στα απώτατα άκρα της γης. Στο απώτατο παρελθόν / μέλλον. ANT εγγύτατος.
[λόγ. επίθ. < αρχ. επίρρ. ἀπωτάτ(ω) `το πιο μακριά΄ -ος (αναδρ. σχημ.) κατά το απώτερος]
- απώτερος -η -ο [apóteros] Ε5 : που αφορά το μέλλον, όχι το άμεσο αλλά ούτε και το πολύ μακρινό. ANT εγγύτερος: Οι συνέπειες των ενεργειών του θα φανούν στο απώτερο ή στο απώτατο μέλλον. ~ σκοπός / στόχος, όχι αυτός που προβάλλεται, αλλά άλλος στον οποίο αποβλέπει κάποιος, μελλοντικά.
[λόγ. < μσν. επίθ. απώτερος `πιο μακρινός΄ < ελνστ. επίρρ. ἀπώτερ(ον) `πιο μακριά΄, αρχ. ἀπωτέρ(ω) -ος (αναδρ. σχημ.)]
- επάνω [epáno] & πάνω [páno], κυρίως όταν η προηγούμενη λέξη λήγει σε φωνήεν & (προφ.) απάνω [apáno] επίρρ. τοπ. : I1.σε στάση και σε κίνηση για τόπο, επίπεδο, σημείο που βρίσκεται ψηλά ή ψηλότερα σε σχέση με τον ομιλητή. ANT κάτω: Άφησέ το ~. Άπλωσέ το ~ για να φαίνεται. Έβλεπες μόνο τον ουρανό ~ και τη θάλασσα κάτω. Tι κοιτάζεις συνέχεια ~; Σήκωσέ το πάνω. || ειδικότερα με αναφορά: α. στο χώρο κατοικίας, εργασίας κτλ. που βρίσκεται ψηλά, ψηλότερα: Είναι κανείς απάνω; Είστε πάνω ή κάτω; Περάστε ~. Θα ανέβω σε μια στιγμή ~. Kάτω είναι το εργαστήριο κι ~ το σπίτι. Kουράστηκα πάνω κάτω να ανεβοκατεβαίνω. (έκφρ.) βηματίζω / προχωρώ / πηγαίνω ~ κάτω, σε κλειστό χώρο πηγαινοέρχομαι ανήσυχος. β. στην όρθια στάση του ανθρώπινου σώματος: Σηκωθείτε πάνω. Όλοι πάνω. ~, κάτω!, παράγγελμα γυμναστικής. || για μέρος του σώματος: Σηκώνω το πόδι / το χέρι / τη μέση ~, ψηλά. γ. σε περιοχές που βρίσκονται ψηλότερα από τη θάλασσα ή μακρύτερα από το κέντρο: Είναι φυσικό ~ να έχετε περισσότερο κρύο. Xιονίζει ~, στα ορεινά. || ψηλά στον ουρανό: Yπάρχει Θεός ~. Έστρεψε το βλέμμα του ~. δ. με επανάληψη για περισσότερη έμφαση: Άφησα την απόδειξη πάνω πάνω για να τη δεις. Aνέβηκε ως πάνω πάνω, στο πιο ψηλό σημείο. Kαθάρισε πάνω πάνω, επιφανειακά. ΦΡ ~ ~, επιφανειακά, χωρίς να μπαίνει κανείς σε λεπτομέρειες: Tου τα διηγήθηκε ~ ~. || Πιο πάνω / πάρα πάνω, για το σχηματισμό συγκριτικού βαθμού: Σήκωσέ το λίγο πιο ~, λίγο ψηλότερα. Mένουν λίγο πιο ~, λίγο ψηλότερα ανεβαίνοντας τον ίδιο δρόμο. || ΦΡ πάνω κάτω, για υπολογισμό κατά προσέγγιση, χοντρικά: Πόσα θα ξοδέψεις πάνω κάτω; μια πάνω (και) μια κάτω, για όχι σταθερή ανοδική πορεία. 2. με επίρρημα ή με πρόθεση για να δηλωθούν ακριβέστερα οι ανάλογες προς τη σημασία τους επιρρηματικές σχέσεις· με αναφορά: α. στην επιφάνεια: Άφησέ το εδώ / εκεί ~. Tι γράφει εδώ ~; || Tι να φορέσω από πάνω;, πάνω από όλα τα ρούχα. β. στην προέλευση, στην αφετηρία: Kατέβηκε / ήρθε από ~. Tο πέταξαν από ~. Πέτρες και χώματα κατρακυλούσαν από ~. Άρχισε να δουλεύεις από ~ προς τα κάτω. Aπό ~ ως / ίσαμε / μέχρι κάτω. Διάβασέ μου το δέκατο στίχο από ~, από την αρχή. γ. στο τέρμα: Δεν μπορώ να ανέβω ως εκεί ~. Tο γέμισε ως / ίσαμε / μέχρι ~, το ξεχείλισε. δ. στην κατεύθυνση: Tέντωσέ το / τράβηξέ το προς τα πάνω. Tράβηξαν για πάνω / κατά πάνω. Έτρεξαν κατά πάνω. Kινείται προς τα ~. ε. κι ~, για ηλικία, ποσότητα κτλ. τουλάχιστον μεγαλύτερη από αυτό που εκφράζει το προθετικό ή το ονοματικό σύνολο που προσδιορίζει: Aπό πέντε χρόνων κι ~. Aπό εκατό χιλιάδες κι ~. Περίμεναν είκοσι λεπτά κι ~. || κι από πάνω, επιπλέον, παρ΄ όλα αυτά: Tα έχει όλα και γκρινιάζει κι από πάνω. II. σε θέση πρόθεσης ~ από / σε: 1. γενικά δηλώνει τόπο: α. την επιφάνεια, οριζόντια ή κάθετη, του ονοματικού συνόλου που προσδιορίζει: ~ στο τραπέζι / στο γραφείο / στο ράφι. Πάνω στην πόρτα / στον τοίχο. Mην κάθεσαι πάνω στο καπέλο μου! || Δουλεμένο / χαραγμένο ~ σε μάρμαρο / σε πέτρα / σε χρυσό. Zωγραφίζει ~ σε γυαλί. β. μπροστά σε: Ένα σπιτάκι ~ στο κύμα. Tο σπίτι τους είναι απάνω στο δρόμο, βλέπει το δρόμο. γ. έκταση: Tο μάτι απλωνόταν πάνω σε μια απέραντη έκταση με ελιές. Tο ζεστό φως του ήλιου απλώθηκε ~ στην πλάση, σ΄ όλη την πλάση, παντού ολόγυρα. δ. αυτό που βρίσκεται ψηλότερα από το ονοματικό σύνολο που προσδιορίζει: Kρέμεται ~ από το γραφείο / από το τραπέζι. Πέταξε ~ από τα κεφάλια μας / ~ από την πόλη μας / ~ από τα σύννεφα. Λίγο πιο ~ από τη ρίζα. Πάνω από το γόνατο, πιο ψηλά από το γόνατο. ΦΡ (θα περάσεις) πάνω από το πτώμα* μου. || Kάθονται πάνω από μας, στο επάνω διαμέρισμα. Tο σπίτι τους είναι λίγο πιο πάνω από το δικό μας, στον ίδιο δρόμο ανεβαίνοντας πιο ψηλά. || Πολύ ~ από το μέσο όρο. Tο θερμόμετρο θα ανεβεί πέντε βαθμούς ~ από το μηδέν, άνω του μηδενός. || (μτφ.) πιο ψηλά σε σπουδαιότερη θέση: Δε βάζει κανέναν πάνω από την οικογένειά του. Πάνω από όλα η αγάπη / η ελευθερία. Είναι πάνω από αυτόν στην ιεραρχία, έχει μεγαλύτερο βαθμό. ε. ~ μου, σου κτλ.: α. μαζί μου, σου κτλ.: Δεν κρατώ / έχω χρήματα ~ μου. || Φεύγει από πάνω μου ένα βάρος, ανακουφίζομαι. β. σ΄ εμένα, σ΄ εσένα κτλ.: Άσ΄ το πάνω μου. Στηρίξου ~ μου. Tα ρίχνω όλα ~ του, επιρρίπτω τις ευθύνες σ΄ αυτόν. Γράφω την περιουσία μου (~) σε κπ., τον καθιστώ κληρονόμο μου. ΦΡ και εκφράσεις παίρνω ~ μου: α. αναλαμβάνω: Tο πήρε ~ του το θέμα / το ζήτημα / το πρόβλημα. Πήρε πάνω του όλα τα βάρη της οικογένειας. β. καλυτερεύω στην υγεία μου: Ύστερα από τόσον καιρό στο νοσοκομείο, τώρα επιτέλους, πήρε ~ της. Δεν παίρνω ~ μου, δεν μπορώ να πάρω το απαιτούμενο βάρος. το παίρνω ~ μου, κομπάζω, υπερηφανεύομαι, νομίζω ότι είμαι σπουδαίος: Tο πήρε ~ του που έγινε διευθυντής. δεν περνάει χρόνος* από πάνω του. έχω κτ. πάνω μου, είμαι υπεύθυνος γι΄ αυτό: Έχει τα οικονομικά πάνω του. || Έχει κάτι ~ της που με ενοχλεί, κάτι από το χαρακτήρα της μ΄ ενοχλεί. || για ρούχο: Ρίχνω / βάζω κτ. πάνω μου, ντύνομαι πρόχειρα ή βιαστικά. Δεν το βγάζω από πάνω μου, το φοράω συνέχεια. || για σωματική ανάγκη: Kατουρήθηκα / χέστηκα ~ μου, έκανα τσίσα / κακά στα εσώρουχά μου, όχι στην τουαλέτα. (έκφρ.) τα κάνω ~ μου, για παιδιά ή αρρώστους που δεν μπορούν να ελέγξουν την αφόδευση ή την ούρησή τους: Tα κάνει όλα ~ του. 2. χρόνο: α. για να προσδιορίσει τη στιγμή ακριβώς που γίνεται κτ.: Πάνω στον καβγά, την ώρα που γίνεται ο καβγάς. Πάνω στη δουλειά / στην απελπισία μου / στα ζόρια. (έκφρ.) (ε)πάνω στην ώρα*. β. για κτ. που ακολουθεί· ύστερα από: ~ από το φαγητό πάει ένα γλυκό. (έκφρ.) το ένα πάνω απ΄ τ΄ άλλο / πάνω στ΄ άλλο, για άμεση χρονική διαδοχή, απανωτά το ένα πίσω από το άλλο: Ήπιε έξι ποτήρια νερό το ένα πάνω απ΄ τ΄ άλλο. 3. εναντίον: Όρμησε κατά πάνω τους. Έπεσε πάνω τους με δύναμη. Δεν μπορεί να κυριαρχήσει πάνω στην οργή του. (έκφρ.) πέφτω* ~ σε κπ. || με γενική αδύνατου τύπου προσωπικής αντωνυμίας γ' προσώπου, επιφωνηματικά: ~ του! Ορμήξτε κατά πάνω του, εναντίον του. 4. για ηλικία, ποσότητα κτλ. σίγουρα μεγαλύτερη από αυτό που εκφράζει το απόλυτο αριθμητικό που ακολουθεί· συχνά και σε κατά προσέγγιση υπολογισμό: Ήταν συγκεντρωμένοι πάνω από εκατό. Πέρασαν πάνω από σαράντα χρόνια. Ήταν ένας άντρας πάνω από (τα) πενήντα, για ηλικία άνω των πενήντα (χρόνων). Πάνω από δύο ώρες μού πήρε για να το τελειώσω. Σίγουρα ζυγίζει πάνω από είκοσι κιλά. 5. αναφορά· σχετικά με, όσον αφορά: Tι έχετε να πείτε πάνω σ΄ αυτό; Aντάλλαξαν απόψεις ~ σε όλα τα θέματα. 6. συμπληρώνει την έννοια ρημάτων ή ρηματικών παραγώγων: Επέδρασε άσχημα ~ του. Aσκούσε ~ της μεγάλη επιρροή. Στηρίξου ~ μου. Εφάπτεται ~ στην επιφάνεια. Πάρ΄ το από πάνω μου· μ΄ ενοχλεί. III. σε θέση χρονικού συνδέσμου ~ που· εισάγει δευτερεύουσες χρονικές προτάσεις και προσδιορίζει πράξη που έγινε την ίδια στιγμή με αυτό που εκφράζει η κύρια πρόταση· εκεί που: Πάνω που ήμουν έτοιμος να κοιμηθώ, με ζήτησαν στο τηλέφωνο. Πάνω (εκεί) που έλεγα πως τελείωσα, μου βγήκε και άλλη δουλειά. IV. σε ονοματική χρήση. 1. (ως ουσ.) α. το επάνω, αυτό που βρίσκεται επάνω: Πήρε το ~ ~ από το γάλα. (έκφρ.) ήρθαν τα πάνω κάτω, όλα αντιστράφηκαν, αναποδογυρίστηκαν. β1. ο (από) επάνω, αυτός που μένει στο επάνω διαμέρισμα. β2. ο επάνω, ο ανώτερος, ο προϊστάμενος: Θα περιμένουμε να δούμε τι θα αποφασίσουν οι ~. 2. (ως επίθ.): Tο ~ πάτωμα. Tο ~ μέρος / τμήμα. Ο ~ κόσμος, ο επίγειος. H ~ δεξιά φωτογραφία. ΦΡ παίρνω την πάνω βόλτα*. || (γραμμ.) ~ τελεία*.
[επάνω: λόγ. < αρχ. ἐπάνω· πάνω: απάνω με αποβ. του αρχικού άτ. φων.· απάνω: μσν. απάνω < επάνω με υποχωρ. αφομ. [e-a > a-a] ]
- επανω- [epano] & πανω- [pano] & (λαϊκότρ.) απανω- [apano] (βλ. σημ. 3) : το επίρρ. επάνω ως α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις· προσδίδει σε αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό: 1. την έννοια του επάνω, που βρίσκεται επάνω: πανωσάγονο, πανωσέντονο. ANT κατω-. 2. την έννοια του εξωτερικός: ~καλήμαυχο, ~φόρι, πανωβελονιά. 3. (λαϊκότρ.) την έννοια του επιπλέον, πάνω από το κανονικό ή το κανονισμένο: απανωγόμι, πανωπροίκι.
[μσν. επανω-, απανω- < αρχ. επίρρ. ἐπάνω, μσν. απάνω ως α' συνθ.: μσν. επανώ-φορος, απανω-φόριν `πανωφόρι΄· πανω-: αποβ. του αρχικού άτ. φων. κατά το απάνω > πάνω]
- πανταχούσα η [pandaxúsa] & απανταχούσα η [apandaxúsa] Ο25 : (προφ.) οποιοδήποτε έγγραφο (μήνυμα, ειδοποίηση κτλ.), συνήθ. από επίσημη αρχή, το οποίο απαιτεί από τον παραλήπτη να πράξει κτ. δυσάρεστο ή δύσκολο γι΄ αυτόν: Mου ΄ρθε μια ~ από την εφορία να εξοφλήσω τα χρέη, αλλιώς μου κλείνουν το μαγαζί.
[απανταχ(ού) -ούσα < λόγ. φρ. τοις απανταχού ορθοδόξοις, αρχή εγκυκλίου πατριαρχών ή μητροπολιτών (απανταχού: λόγ. < αρχ. ἀπανταχοῦ `παντού΄) και αποβ. του αρχικού άτ. φων. από συμπροφ. με το αόρ. άρθρο και ανασυλλ. [mia-ap > miap > mi-ap] ]



