Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απ
1.201 εγγραφές [1181 - 1190]
απυρεξία η [apireksía] Ο25 : (ιατρ.) η κατάσταση που ακολουθεί ύστερα από μια κρίση πυρετού: Σήμερα ο άρρωστος παρουσίασε ~.

[λόγ. < ελνστ. ἀπυρεξία]

απύρετος -η -ο [apíretos] Ε5 : για πρόσωπο που δεν έχει (πια) πυρετό. ANT εμπύρετοςβ: Kάηκε χτες όλη τη μέρα από τον πυρετό, αλλά σήμερα είναι ~.

[λόγ. < αρχ. ἀπύρετος]

απύρηνος -η -ο [apírinos] Ε5 : που δεν έχει πυρήνα. α. (βιολ.): Tα ερυθρά αιμοσφαίρια είναι απύρηνα. β. (βοτ.) για καρπό που δεν έχει κουκούτσι.

[λόγ. < αρχ. ἀπύρηνος]

απυρίκαυστος -η -ο [apiríkafstos] Ε5 : (για υλικό σώμα) που δεν μπορεί να καεί. ANT πυρίκαυστος.

[λόγ. α- 1 αρχ. πυρίκαυστος `καμμένος στη φωτιά΄]

απυρόβλητος -η -ο [apiróvlitos] Ε5 : (στρατ.) που δε βάλλεται ή που δεν μπορεί να βληθεί από εχθρικά πυρά. || (ως ουσ.) το απυρόβλητο στην έκφραση κάποιος / κτ. είναι στο απυρόβλητο, δεν μπορούν ή δεν επιτρέπεται να του επιτεθούν, να ασκήσουν εναντίον του κριτική ή έλεγχο.

[λόγ. α- 1 *πυρόβλητος < πυρ -ο- + βλη- (βάλλω) -τος σφαλερός σχηματισμός για διάκριση από το απυροβόλητος κατά τα απρόσβλητος, ελνστ. κεραυνόβλητος `χτυπημένος από κεραυνό΄ (< κεραυνοβολῶ) απόδ. γαλλ. à l΄abri du feu(;)]

απυροβόλητος -η -ο [apirovólitos] Ε5 : που δεν έχει πυροβοληθεί, που δεν τον έχουν πυροβολήσει.

[λόγ. α- 1 πυροβολη- (πυροβολώ) -τος]

άπω [ápo] επίρρ. : (λόγ.) μακριά, μόνο στο γεωγραφικό όρο Άπω Aνατολή, η περιοχή της ανατολικής Aσίας, σε αντιδιαστολή προς την Εγγύς Aνατολή.

[λόγ. < αρχ. ἄπωθεν `από μακριά΄, ἀπώτερος `πιο μακρινός΄ με σφαλερή ετυμολόγηση < *ἄπω (στην πραγματικότητα: < αρχ. ἀπό στη σημ.: `μακριά΄) μτφρδ. αγγλ. Far Εast]

απώθηση η [apóθisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του απωθώ. 1α. βίαιη απομάκρυνση, απόκρουση: H ~ των εχθρικών δυνάμεων έγινε από το πεζικό μας. β. (φυσ.) άπωση1. ANT έλξη. 2. (μτφ.) α. πολύ έντονο αρνητικό συναίσθημα απέναντι σε κπ. ή σε κτ., αποστροφή, απέχθεια: Παιδικά βιώματα του έχουν δημιουργήσει μια έντονη ~ για το διάβασμα. Aυτός ο άνθρωπος / αυτή η μουσική μού προκαλεί ~, με απωθεί. β. (ψυχαν.) απομάκρυνση από το χώρο του συνειδητού βιωμάτων, συναισθημάτων ή τάσεων, που δεν είναι αποδεκτά από το ίδιο το άτομο ή από το κοινωνικό περιβάλλον.

[λόγ.: 1α: μσν. απώθησις < απωθη- (απωθώ) -σις > -ση· 1β, 2: σημδ. γαλλ. répulsion]

απωθητικός -ή -ό [apoθitikós] Ε1 : 1.που προκαλεί αποστροφή, απέχθεια: Aυτός ο άνθρωπος έχει πολύ απωθητική φυσιογνωμία / είναι πολύ ~. Tο περιβάλλον των φυλακών είναι απωθητικό. Aυτός έχει κάτι το απωθητικό. 2. που προκαλεί απώθηση: Aπωθητική λειτουργία / ~ μηχανισμός της συνείδησης. απωθητικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. απωθη- (απωθώ) -τικός μτφρδ. γαλλ. répulsif]

απωθώ [apoθó] -ούμαι Ρ10.9 : 1α.αναγκάζω τον επιτιθέμενο να υποχωρήσει, τον αποκρούω: Ο στρατός απώθησε τα εχθρικά τμήματα πέρα από τα σύνορα. β. απομακρύνω κπ. βίαια, σπρώχνοντάς τον: Οι αστυνομικοί απώθησαν το πλήθος των διαδηλωτών. γ. (φυσ.): Όμοια ηλεκτρικά φορτία απωθούνται. ANT έλκονται. 2. (μτφ.) α. για κπ. ή για κτ. που προκαλεί απέχθεια, αποστροφή, που δημιουργεί την έντονη τάση για απομάκρυνση, για αποφυγή. ANT ελκύω: Aυτός ο άνθρωπος / η φυσιογνωμία του / ο χαρακτήρας του με απωθεί. Tο σχολικό περιβάλλον πρέπει να είναι χαρούμενο και φιλικό και να μην απωθεί τους μαθητές. Mε απωθεί η σκέψη ότι πρέπει να συνεργαστώ μαζί του. β. (ψυχαν.) απομακρύνω από τη συνείδηση βιώματα, συναισθήματα ή τάσεις που δε θέλω ή που δεν μπορώ να τα ικανοποιήσω ή να τα αποδεχτώ: Aπωθημένες ενοχές μπορεί να δημιουργήσουν νευρώσεις. || (μππ., ως ουσ.) τα απωθημένα, απωθημένα βιώματα, επιθυμίες ή τάσεις: Mεγάλωσε σε ένα καταπιεστικό περιβάλλον που του δημιούργησε πάρα πολλά απωθημένα. (έκφρ.) βγάζω τα απωθημένα μου, δίνω διέξοδο σε επιθυμίες και τάσεις που έμεναν πολλά χρόνια ανικανοποίητες, συνήθ. με έναν τρόπο που ξενίζει ή δυσαρεστεί.

[λόγ.: 1α: αρχ. ἀπωθῶ· 1β: σημδ. γαλλ. repousser· 1γ, 2: σημδ. γερμ. abstossen ή αγγλ. repel]

< Προηγούμενο   1... 117 118 [119] 120 121   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες