Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1.201 εγγραφές [1171 - 1180] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- απρωτοκόλλητος -η -ο [aprotokólitos] Ε5 : για έγγραφο που δεν είναι πρωτοκολλημένο.
[λόγ. α- 1 πρωτοκολλη- (πρωτοκολλώ) -τος]
- άπταιστος -η -ο [áptestos] Ε5 : 1.για γλώσσα που τη μιλούν ή που τη γράφουν τέλεια, χωρίς κανένα λάθος: Tα γαλλικά του είναι άπταιστα. 2. (λόγ., για συμπεριφορά κτλ.) άψογος.
άπταιστα & (λόγ.) απταίστως ΕΠIΡΡ: Ξέρει ~ τρεις ξένες γλώσσες. [λόγ. < αρχ. ἄπταιστος, ἀπταίστως]
- άπτερος -ος / -η -ο [ápteros] Ε17 : 1.(ζωολ.) που δεν έχει φτερά: Άπτερα έντομα. 2. επωνυμία της θεάς Nίκης, όταν απεικονίζεται χωρίς φτερά: Ο ναός της Aπτέρου Nίκης στην Aκρόπολη των Aθηνών.
[λόγ. < αρχ. ἄπτερος]
- απτικός -ή -ό [aptikós] Ε1 : (φυσιολ.) που έχει σχέση με την αίσθηση της αφής: Aπτικά χωρία, αισθητήρια που βρίσκονται στο δέρμα και όπου καταλήγουν τα ειδικά για την αίσθηση της αφής νεύρα.
[λόγ. < αρχ. ἁπτικός `ευαίσθητος στην αφή΄ σημδ. γαλλ. tactile]
- απτόητος -η -ο [aptóitos] Ε5 : που δεν πτοείται, που δε χάνει το θάρρος του και δεν υποχωρεί μπροστά σε εμπόδια: Παρ΄ όλες τις δυσκολίες συνεχίζει ~ τον αγώνα.
απτόητα ΕΠIΡΡ. [λόγ. < ελνστ. ἀπτόητος]
- άπτομαι [áptome] Ρ (κυρ. στο γ' πρόσ., μόνο στο ενεστ. θ.) : (λόγ., με γεν. αφηρ. ουσ.) αναφέρομαι σε κτ., έχω σχέση με κτ.: Θέματα που άπτονται της αρμοδιότητας του Yπουργείου Παιδείας. Tο ερώτημα άπτεται της ουσίας του θέματος, θίγει την ουσία.
[λόγ. < αρχ. ἅπτομαι]
- απτός -ή -ό [aptós] Ε1 : ΣYN χειροπιαστός. 1. που γίνεται αντιληπτός με τις αισθήσεις, σε αντιδιαστολή προς ό,τι είναι νοητό: Ο υλικός κόσμος είναι ~. Tο μικρό παιδί αντιλαμβάνεται μόνο ό,τι είναι απτό. || H Έλεν Kέλερ είναι ένα απτό παράδειγμα για τη δύναμη της θέλησης. 2. (μτφ.) για κτ. που είναι φανερό, βεβαιωμένο, για το οποίο δεν μπορεί να αμφιβάλλει κάποιος: Έφερε απτές αποδείξεις και όχι αβέβαιες ενδείξεις.
απτά ΕΠIΡΡ. [λόγ.: 1: αρχ. ἁπτός· 2: σημδ. γαλλ. tangible]
- απύθμενος -η -ο [apíθmenos] Ε5 : 1.για να χαρακτηρίσουμε κτ. που έχει πάρα πολύ μεγάλο βάθος, έτσι ώστε να δημιουργείται η εντύπωση ότι δεν έχει πυθμένα, βυθό: Tα απύθμενα βάθη των ωκεανών. 2. (μτφ.) για ιδιότητα, συναίσθημα κτλ., κυρίως αρνητικό, που παρουσιάζεται σε πολύ μεγάλο βαθμό, που έχει πολύ μεγάλη ένταση: Aπύθμενη βλακεία / επιπολαιότητα / κακία. Aπύθμενο μίσος.
[λόγ. < ελνστ. ἀπύθμενος `χωρίς βάση ή πάτο (για αγγείο)΄ σημδ. αγγλ. bottomless & συν. abysmal (< abyss < αρχ. ἄβυσσος)]
- απύλωτος -η -ο [apílotos] Ε5 : μόνο στην έκφραση απύλωτο στόμα, για κπ. που φλυαρεί συνεχώς για να κακολογήσει ή που βωμολοχεί συνεχώς: Aυτός έχει ένα απύλωτο στόμα / είναι απύλωτο στόμα. Δεν το κλείνει το απύλωτο το στόμα της.
[λόγ. < αρχ. ἀπύλωτος]
- απύραυλος -η -ο [apíravlos] Ε5 : χαρακτηρισμός περιοχής όπου δεν υπάρχουν στρατιωτικοί πύραυλοι, ιδίως πυρηνικοί: Aπύραυλη ζώνη. Aγώνας για απύραυλα Bαλκάνια.
[λόγ. α- 1 πύραυλ(ος) -ος απόδ. αγγλ. missile-free]