Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1.201 εγγραφές [1131 - 1140] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- απρόκλητος -η -ο [apróklitos] Ε5 : α.για κτ. που γίνεται χωρίς να το προκαλέσουν: Δέχτηκε απρόκλητη επίθεση. H κήρυξη του πολέμου ήταν απρόκλητη, δεν την προκάλεσε αυτός που δέχτηκε την επίθεση. β. για κπ. που ενεργεί, αντιδρά χωρίς να τον προκαλέσουν: Επιτέθηκε εναντίον των συνομιλητών του εντελώς ~.
απρόκλητα ΕΠIΡΡ. [λόγ. α- 1 προκλη- (θ. παθ. αορ. του προκαλώ) -τος]
- απρόκοπος -η -ο [aprókopos] Ε5 : (οικ.) ανεπρόκοπος.
[ελνστ. ἀπρόκοπος]
- απρομελέτητος -η -ο [apromelétitos] Ε5 : για κτ. που δεν είναι προμελετημένο: ~ φόνος.
απρομελέτητα ΕΠIΡΡ. [λόγ. α- 1 προμελετη- (προμελετώ) -τος]
- απρονοησία η [apronoisía] Ο25 : έλλειψη προνοητικότητας, έλλειψη φροντίδας και μέτρων με τα οποία θα μπορέσει να αντιμετωπίσει κανείς κάποιο δυσάρεστο ενδεχόμενο: Πληρώνουμε την ~ μας, να μη τον δεσμεύσουμε με συμβόλαιο. || ενέργεια που την χαρακτηρίζει η απρονοησία: Ήταν μεγάλη ~ αυτό που έκανες, να μην προμηθευτείς εγκαίρως εισιτήριο.
[λόγ. < ελνστ. ἀπρονοησία]
- απρόοπτος -η -ο [apróoptos] Ε5 : για κτ. που συμβαίνει ξαφνικά, απρόβλεπτα ή απροειδοποίητα: Ένα απρόοπτο εμπόδιο με έκανε να ματαιώσω το ταξίδι μου. Aπρόοπτες εξελίξεις. Aπρόοπτη μεταβολή του καιρού. || (ως ουσ.) το απρόοπτο, απρόοπτο γεγονός, συνήθ. εμπόδιο: Aν συμβεί κάτι το απρόοπτο / σε περίπτωση απροόπτου, ειδοποίησέ με. Διάφορα απρόοπτα ανέτρεψαν τα προγράμματα και τις προβλέψεις μας. (έκφρ.) εκτός απροόπτου, αρκεί να μη συμβεί κτ. απρόοπτο: Θα συναντηθούμε αύριο, εκτός απροόπτου. (λόγ.) εξ απροόπτου, ξαφνικά, απρόοπτα. καταλαμβάνω* κπ. εξ απροόπτου.
απρόοπτα ΕΠIΡΡ: Ο πόλεμος πήρε εντελώς ~ νέα τροπή. [λόγ. < αρχ. ἀπρόοπτος]
- απροπαγάνδιστος -η -ο [apropaγánδistos] Ε5 : που δεν τον έχουν προπαγανδίσει.
[λόγ. α- 1 προπαγανδισ- (προπαγανδίζω) -τος]
- απροπαρασκεύαστος -η -ο [aproparaskévastos] Ε5 : α.απροπαράσκευος. β. για κτ. που δεν το έχουν προετοιμάσει ή δεν το έχουν προετοιμάσει σωστά.
[λόγ. α- 1 προπαρασκευασ- (προπαρασκευάζω) -τος]
- απροπαράσκευος -η -ο [aproparáskevos] Ε5 : για κπ. που δεν έχει προπαρασκευαστεί, προετοιμαστεί καθόλου ή που δεν έχει προπαρασκευαστεί, προετοιμαστεί σωστά: Aπέτυχε στις εξετάσεις, γιατί ήταν ~.
[λόγ. α- 1 προπαρασκευ(ή) -ος]
- απροπό [apropó] : (προφ., ως επίρρ.) όταν διακόπτουμε το λόγο μας για να αναφέρουμε κτ. που σκεφτήκαμε εκείνη τη στιγμή· με την ευκαιρία.
[λόγ. < γαλλ. à-propos (ουσ.)]
- απροπόνητος -η -ο [apropónitos] Ε5 : για αθλητή που δεν προπονήθηκε καθόλου ή δεν προπονήθηκε αρκετά και με επέκταση, για κπ. που δεν ασκήθηκε αρκετά σε κτ.
[λόγ. α- 1 προπονη- (προπονώ) -τος]



