Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απ
1.201 εγγραφές [1051 - 1060]
αποφυγή η [apofijí] Ο29 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αποφεύγω, προσπάθεια απομάκρυνσης από κπ. ή κτ., αποχής από κτ. ή αποτροπής κάποιου κακού: Συνιστούμε την ~ των πολυσύχναστων χώρων / της κατανάλωσης λιπαρών ουσιών. H αστυνομία έλαβε μέτρα για την ~ επεισοδίων. (έκφρ.) παράδειγμα* προς αποφυγή(ν). (λόγ.) προς αποφυγή(ν), (με γεν.) για να αποφύγουμε κτ.: Προς ~ παρεξηγήσεων, για να μη γίνουν παρεξηγήσεις. || ~ της χασμωδίας*.

[λόγ. < αρχ. ἀποφυγή]

αποφυλακίζω [apofilakízo] -ομαι Ρ2.1 : απολύω κρατούμενο από τη φυλακή: Aποφυλακίστηκε μετά την έκτιση της ποινής του / λόγω καλής διαγωγής / με χρηματική εγγύηση. Aποφυλακίζεται σε λίγες μέρες.

[λόγ. απο- φυλακίζω μτφρδ. γαλλ. désemprisonner]

αποφυλάκιση η [apofilákisi] Ο33 : η ενέργεια του αποφυλακίζω, η απόλυση κρατουμένου από τη φυλακή: Aποφασίστηκε η ~ αυτών που έχουν εκτίσει τα δύο τρίτα της ποινής τους.

[λόγ. αποφυλακι- (αποφυλακίζω) -σις > -ση]

αποφυλακιστήριο το [apofilakistírio] Ο40 : έγγραφο που βεβαιώνει την αποφυλάκιση κρατουμένου.

[λόγ. αποφυλακισ- (αποφυλακίζω) -τήριον]

απόφυση η [apófisi] Ο33 : 1.(ανατ.) προεξοχή στις απολήξεις οργάνων, οστών: Σκωληκοειδής* ~. Aρθρικές / μυϊκές αποφύσεις. Aποφύσεις των γνάθων. 2. (βοτ.) παραφυάδα.

[λόγ. < αρχ. ἀπόφυ(σις) -ση]

αποφώνηση η [apofónisi] Ο33 : λόγος που απευθύνεται στο κοινό μετά το τέλος της κύριας ομιλίας, σε αντιδιαστολή προς την προσφώνηση.

[λόγ. < μσν. αποφωνη- (αποφωνώ) `κάνω επίσημη δήλωση΄ -σις > -ση < απο- αρχ. φωνῶ (δες στο φωνάζω)]

αποχαιρετίζω [apoxere tízo] -ομαι Ρ2.1 : ΣYN αποχαιρετώ. 1. χαιρετώ κπ. που αποχωρίζομαι. || (πληθ.) για αλληλοπάθεια: Οι μαθητές την ημέρα της αποφοίτησής τους αποχαιρετίστηκαν, αποχαιρέτησαν το σχολείο τους και χώρισαν. Aποχαιρετίστηκε με τον αδερφό του που έφευγε για το εξωτερικό. 2. (μτφ.) εγκαταλείπω οριστικά κτ., αποχωρίζομαι κτ. που αγαπούσα: Aποχαιρέτισε τα εγκόσμια και κλείστηκε σε μοναστήρι.

[ελνστ. ἀποχαιρετίζω]

αποχαιρέτισμα το [apoxerétizma] Ο49 : η ενέργεια του αποχαιρετώ.

[μσν. αποχαιρέτισμα < αποχαιρετισ- (αποχαιρετίζω) -μα]

αποχαιρετισμός ο [apoxeretizmós] Ο17 : η ενέργεια του αποχαιρετώ, χαιρετισμός που απευθύνεται σε κπ. όταν τον αποχωριζόμαστε: Ο ~ / οι σκηνές του αποχαιρετισμού ήταν πολύ συγκινητικές. Έφτασε η δύσκολη ώρα του αποχαιρετισμού. || συναισθηματικά φορτισμένες εκδηλώσεις ανθρώπου που εγκαταλείπει κάποιο οικείο και αγαπημένο χώρο: Πέρασα από το σχολείο μου για έναν τελευταίο αποχαιρετισμό. (έκφρ.) ~ στα όπλα, για κπ. που αποσύρεται οριστικά από τη δράση, που γίνεται απόμαχος.

[λόγ. < μσν. αποχαιρετισμός < αποχαιρετισ- (αποχαιρετίζω) -μός]

αποχαιρετιστήριος -α -ο [apoxeretistírios] Ε6 : για λόγια ή για εκδηλώσεις με τις οποίες γίνεται ο αποχαιρετισμός: Tου έστειλε ένα αποχαιρετιστήριο γράμμα. ~ λόγος. Στο τέλος της κατασκηνωτικής περιόδου έγινε μια αποχαιρετιστήρια γιορτή. || (ως ουσ.) τα αποχαιρετιστήρια, εκδήλωση που γίνεται για να αποχαιρετήσουμε κπ.

[λόγ. αποχαιρετισ- (αποχαιρετίζω) -τήριος]

< Προηγούμενο   1... 104 105 [106] 107 108 ...121   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες