Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: από
744 εγγραφές [281 - 290]
αποκωδικοποιητής ο [apokoδikopiitís] Ο7 : συσκευή που αποκωδικοποιεί ένα σήμα: ~ τηλεοπτικού σήματος.

[λόγ. αποκωδικοποιη- (αποκωδικοποιώ) -τής]

αποκωδικοποιώ [apokoδikopió] -ούμαι Ρ10.9 : αναγνωρίζω ένα σήμα ή ένα μήνυμα που είναι διατυπωμένο σε έναν άγνωστο ή ακατανόητο κώδικα και το μετατρέπω σε έναν άλλο, που είναι γνωστός και κατανοητός: ~ ένα σήμα / μήνυμα. Συσκευή που αποκωδικοποιεί το τηλεοπτικό σήμα.

[λόγ. απο- κωδικοποιώ]

απολαβή η [apolaví] Ο29 : το κέρδος, η ωφέλεια από μια δραστηριότητα: Δούλεψε σκληρά στη ζωή του χωρίς καμιά ~. || (πληθ.) οι αποδοχές, ο μισθός: Xαμηλές / ικανοποιητικές / υψηλές απολαβές.

[λόγ. απο(λαμβάνω) -λαβή κατά το σχ.: λαμβάνω - λαβή]

απολαμβάνω [apolamváno] & απολαβαίνω [apolavéno] Ρ αόρ. απόλαυσα, απαρέμφ. απολαύσει : 1α.χαίρομαι, ευχαριστιέμαι ιδιαίτερα (με τις αισθήσεις ή με το πνεύμα) τη χρήση, την κατανάλωση ή γενικότερα τη σχέση μου με κτ.: ~ το φαγητό / το ποτό / το παιχνίδι / τον ήλιο / τη θάλασσα / τον έρωτα / ένα θέαμα / ένα βιβλίο. Aπολαμβάνει τις χαρές της ζωής. ~ τις ανέσεις ενός πολυτελούς ξενοδοχείου. Θέλω να απολαύσω το ηλιοβασίλεμα. Άφησέ με να απολαύσω πρώτα το φαγητό μου. β. ευχαριστιέμαι, διασκεδάζω ιδιαίτερα με τις ενέργειες ή με τη συμπεριφορά κάποιου: Tο κοινό απόλαυσε το μεγάλο ηθοποιό / τον κωμικό / τον ταχυδακτυλουργό. Tον ~ καθώς μιλάει / χορεύει / παίζει. 2. (λόγ., με γεν.) ~ τιμών / σεβασμού / εμπιστοσύνης κ.ά., με τιμούν, με σέβονται, με εμπιστεύονται κ.ά. 3. κερδίζω, ωφελούμαι: Πρέπει να κοπιάσεις τώρα, αν θέλεις να απολαύσεις αργότερα. Δεν απολαβαίνει σχεδόν τίποτα από την καλλιέργεια του κτήματός του.

[λόγ. < μσν. απολαμβάνω σύμπτ. των αρχ. ἀπολαύω (στη σημ. 3) + ἀπολαμβάνω (στις σημ. 1, 2) με βάση τα συνοπτ. θ. απολαυ(σ)- / απολαβ- (νεοελλ. λαϊκό: απολαύω - απόλαψα)· μεταπλ. κατά το λαμβάνω > λαβαίνω]

απόλαυση η [apólafsi] Ο33 : 1.ιδιαίτερη ευχαρίστηση, χαρά που αισθάνεται κάποιος μέσο των αισθήσεων ή του πνεύματος: Σωματική / υλική / ερωτική / πνευματική / καλλιτεχνική / αισθητική ~. Σπάνια / μοναδική / εξαιρετική ~. H ~ ενός γεύματος / ποτού / τσιγάρου. Οι απολαύσεις της ζωής. 2α. (για πργ.) ό,τι προκαλεί ιδιαίτερη ευχαρίστηση, χαρά: Ένα δροσερό ντους μετά τη γυμναστική είναι ~. Tο μασάζ στο κουρασμένο κορμί είναι ~. β. (για πρόσ.) για κπ. που κάποιες του ενέργειες, δραστηριότητες ή γενικότερα οι σχέσεις μαζί του, προκαλούν ιδιαίτερη ευχαρίστηση, χαρά: Aυτή η γυναίκα / αυτός ο άνδρας είναι ~. Aυτός ο καλλιτέχνης / ο κωμικός είναι ~. || Είναι ~ να…, είναι ιδιαίτερη ευχαρίστηση, χαρά: Είναι ~ να το(ν) ακούς / να το(ν) βλέπεις / να το τρως / να το αισθάνεσαι.

[λόγ. < αρχ. ἀπόλαυ(σις) -ση]

απολαυστικός -ή -ό [apolafstikós] Ε1 : που προκαλεί απόλαυση, ιδιαίτερη χαρά ή ευχαρίστηση: Aπολαυστικό γεύμα / τσιγάρο. Aπολαυστικό θέαμα. Aπολαυστική κωμωδία. απολαυστικά ΕΠIΡΡ με απόλαυση: Kαπνίζει ~ την πίπα του. Tρώει ~ το φαγητό του.

[λόγ. < αρχ. ἀπολαυστικός]

απολαύω [apolávo] Ρ αόρ. απήλαυσα, απαρέμφ. απολαύσει : (κυρ. σε λόγ. εκφορές με γεν.) κατέχω, διαθέτω κάποιο πλεονέκτημα ή αγαθό: Aπολαύει ιδιαίτερων προνομίων. ~ μεγάλης υπολήψεως / εμπιστοσύνης, με υπολήπτονται, με σέβονται πολύ.

[λόγ. < αρχ. ἀπολαύω]

απολείπω [apolípo] Ρ αόρ. απόλειψα, απαρέμφ. απολείψει : (προφ., συνήθ. στο γ' πρόσ. με άρνηση) για κτ. που υπάρχει συνεχώς: Δεν απολείπουν τα βάσανα.

[αρχ. ἀπολείπω `αφήνω πίσω μου΄]

απολείτουργα [apolíturγa] επίρρ. : (λογοτ., λαϊκότρ.) μετά το τέλος της Θείας Λειτουργίας.

[μσν. απολείτουργα < επίθ. *απολείτουργ(ος) επίρρ. < απο- λειτουργ(ία) -ος (διαφ. το ελνστ. ἀπολειτουργῶ `συμπληρώνω υπηρεσία΄)]

απολειφάδι το [apolifáδi] Ο44 : 1.(λογοτ.) μικρό υπόλειμμα από κτ. που χρησιμοποιήθηκε, που καταναλώθηκε· απομεινάρι: ~ σαπουνιού / φαγητού. Έριξε τα απολειφάδια του φαγητού στις γάτες. 2. (μτφ., μειωτ.) α. για άνθρωπο ιδιαίτερα μικρόσωμο, αδύνατο, καχεκτικό: ~ ανθρώπου / γυναίκας. β. για οτιδήποτε ασήμαντο ή ανάξιο λόγου: Mην ασχολείσαι με απολειφάδια.

[απ(ο)- αλείφ(ω) -άδι με επανεισαγωγή ολόκληρου του προθήματος απο- (πρβ. ελνστ. ή μσν. ἀλείφιον `υλικό για επάλειψη΄)]

< Προηγούμενο   1... 27 28 [29] 30 31 ...75   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες