Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: από
744 εγγραφές [231 - 240]
αποκοιμιστικός -ή -ό [apokimistikós] Ε1 : 1.που προκαλεί νύστα, διάθεση για ύπνο. 2. (μτφ.) που προκαλεί αποχαύνωση, αποβλάκωση.

[αποκοιμισ- (αποκοιμίζω) -τικός]

αποκόλληση η [apokólisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αποκολλώ, το ξεκόλλημα. || (ιατρ.) απόσπαση ιστού ή οργάνου του σώματος από τη φυσιολογική του θέση: ~ του αμφιβληστροειδούς / του πλακούντα.

[λόγ. αποκολλη- (αποκολλώ) -σις > -ση & σημδ. γαλλ. décollement]

αποκολλώ [apokoló] -ιέμαι Ρ10.1 & -ώμαι Ρ11 : 1.διαχωρίζω (δύο) πράγματα που είναι κολλημενα, ξεκολλώ. α. αποσπώ μέρος ή τμήμα ενός συνόλου: Mεγάλοι βράχοι αποκολλήθηκαν εξαιτίας της διάβρωσης του εδάφους από τις βροχές. β. αποσπώ κτ. από κάπου, όπου έχει κολλήσει: Συνεργείο βατραχανθρώπων προσπάθησε να αποκολλήσει το πλοίο από το σημείο που είχε προσαράξει. 2. (μτφ.) αποσπώ και απομακρύνω κπ. ή κτ. από κάπου· απαγκιστρώνω: H σκέψη μας πρέπει να αποκολληθεί από παλιές, ξεπερασμένες ιδέες και αντιλήψεις.

[λόγ.: 1: ελνστ. ἀποκολλῶ· 2: σημδ. του λαϊκού ξεκολλώ]

αποκομιδή η [apokomiδí] Ο29 : (λόγ.) μεταφορά και απομάκρυνση: ~ απορριμμάτων.

[λόγ. < ελνστ. ἀποκομιδή, αρχ. σημ.: `επιστροφή΄]

αποκομίζω [apokomízo] Ρ2.1α : (λόγ.) 1. παίρνω μαζί μου (φεύγοντας, αποχωρώντας). || (κυρ. μτφ.): Aποκομίσαμε άριστες εντυπώσεις από την επίσκεψή μας στις εγκαταστάσεις του νέου σταδίου. 2. (μτφ.) αποκτώ, πορίζομαι: ~ οφέλη / πλεονεκτήματα. H επιχείρηση αποκομίζει μεγάλα κέρδη από την αύξηση των πωλήσεων.

[λόγ. < αρχ. ἀποκομίζω]

αποκόμιση η [apokómisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αποκομίζω.

[λόγ. αποκομι- (αποκομίζω) -σις > -ση]

απόκομμα 1 το [apókoma] Ο49 : α.το τμήμα, το κομμάτι που χωρίζεται, που αποκόπτεται από κάπου (ιδ. με κόψιμο, σχίσιμο): ~ εισιτηρίου / απόδειξης. β. τμήμα έντυπης σελίδας (ιδ. εφημερίδας, περιοδικού κτλ.) που κόβεται και κρατιέται από κπ., γιατί περιέχει κτ. που τον ενδιαφέρει: Kράτησε όλα τα αποκόμματα των δημοσιευμάτων που αναφέρονταν στις δίκες των πολιτικών.

[λόγ. < ελνστ. ἀπόκομμα `κομμάτι, απόσπασμα΄ σημδ. γαλλ. coupon]

απόκομμα 2 το : (λαϊκότρ.) το σταμάτημα του θηλασμού· απογαλακτισμός.

[αποκόβ(ω)Ι1 -μα με αποβ. του [v] πριν από [m] (ορθογρ. κατά το άλειμμα)]

αποκοπή η [apokopí] Ο29 : 1.η αφαίρεση, ο αποχωρισμός ενός μέρους ή ενός τμήματος από ένα σύνολο με κόψιμο: ~ χεριού / ποδιού / δακτύλων. || (επιρρ. έκφρ.) κατ΄ αποκοπή(ν), για καθορισμό εκ των προτέρων της συνολικής αμοιβής υπηρεσιών ή της τιμής μιας ποσότητας αγαθών: Εργασία κατ΄ αποκοπή(ν). Πήρε τη δουλειά κατ΄ αποκοπή(ν). Ο έμπορος αγόρασε κατ΄ αποκοπή(ν) τα φρούτα από τα δέντρα. ΦΡ παίρνω κτ. κατ΄ αποκοπήν, ασχολούμαι αποκλειστικά με κτ. 2. (γραμμ.) το φαινόμενο κατά το οποίο το τελικό φωνήεν μιας λέξης χάνεται εμπρός από το αρχικό σύμφωνο της ακόλουθης: Οι φράσεις “πάρε το” και “από το” με ~ γίνονται “πάρ΄ το” και “απ΄ το”.

[λόγ.: 1: αρχ. ἀποκοπή `κόψιμο΄· 2: ελνστ. σημ.]

αποκόπτω [apokópto] -ομαι Ρ αόρ. απέκοψα, απαρέμφ. αποκόψει, παθ. αόρ. αποκόπηκα, απαρέμφ. αποκοπεί, μππ. αποκομμένος : 1α.αφαιρώ, αποχωρίζω με κόψιμο ένα μέρος ή ένα τμήμα από ένα σύνολο: H πριονοκορδέλα τού απέκοψε τα δάχτυλα του δεξιού του χεριού. β. αποσπώ και απομακρύνω κτ. από ένα σύνολο: Mεγάλα παγόβουνα αποκόπηκαν από τους παγετώνες λόγω αύξησης της θερμοκρασίας. 2. (μτφ.) χωρίζω, αποκλείω κπ. ή κτ. από τη σχέση του ή από την επαφή του με κπ. ή με κτ.: Ορισμένα στρατιωτικά τμήματα αποκόπηκαν από τον κύριο όγκο των δυνάμεων και αιχμαλωτίστηκαν. Οι κατολισθήσεις των βράχων τούς απέκοψαν πλήρως την οδό της επιστροφής. || Zει αποκομμένος από συγγενείς και φίλους, απομονωμένος. 3. (παθ., γραμμ.) παθαίνω αποκοπή2: Στη θέση του φωνήεντος που αποκόπτεται, σημειώνεται απόστροφος.

[λόγ. < αρχ. ἀποκόπτω]

< Προηγούμενο   1... 22 23 [24] 25 26 ...75   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες