Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: από
744 εγγραφές [201 - 210]
αποκάρωση η [apokárosi] Ο32α : το αποκάρωμα.

[λόγ. αποκαρω- (δες αποκαρώνω) -σις > -ση]

αποκατασταίνω [apokatasténo] -ομαι Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) : (προφ.) αποκαθιστώ, ιδίως στη σημ. 2α.

[μσν. αποκατασταίνω < ελνστ. ἀποκαθιστῶ μεταπλ. -αίνω με βάση το συνοπτ. θ. αποκαταστ-]

αποκατάσταση η [apokatástasi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αποκαθιστώ. 1α. η επαναφορά, η επάνοδος στην προηγούμενη (καλή, ορθή, φυσιολογική) κατάσταση, θέση κτλ.: ~ της βλάβης / της ζημιάς / της αδικίας. ~ της τάξης / της επικοινωνίας / της κυκλοφορίας / της λειτουργίας. ~ της εθνικής ενότητας / της δημοκρατίας / της αλήθειας. ~ της υγείας / της τιμής / της υπόληψης κάποιου. Επαγγελματική ~. β. ~ ενός κτιρίου / μνημείου, η επαναφορά ενός κτίσματος στην αρχική του μορφή με αναστηλωτικές ή επισκευαστικές εργασίες ή και με απομάκρυνση πρόσθετων στοιχείων. || ~ ενός κειμένου, η επαναφορά του όσο γίνεται πλησιέστερα στην αρχική του μορφή, με επιδιόρθωση των φθορών, των αλλοιώσεων που έχει υποστεί. || (γλωσσ.) ~ μιας λέξης / ενός γλωσσικού τύπου κτλ., για λέξη / γλωσσικό τύπο που δε μαρτυρείται: ~ των λέξεων της ινδοευρωπαϊκής. 2α. η εξασφάλιση (κυρ. οικονομική) του μέλλοντος κάποιου από κπ.: Πριν πεθάνει φρόντισε για την ~ της γυναίκας και των παιδιών του. || (ειδικότ. για γυναίκα) ο γάμος. β. οι ενέργειες για την εγκατάσταση και την οικονομική εξασφάλιση κάποιου: H ~ των προσφύγων / των σεισμοπλήκτων / των ακτημόνων. 3. οι ενέργειες για να αποδοθεί σε κπ. κτ. που του στερήθηκε, που του αφαιρέθηκε προηγουμένως: H πολιτεία φρόντισε για την ~ όσων διώχθηκαν από τη δικτατορία.

[λόγ.: 1: αρχ. ἀποκατάστα(σις) -ση· 2, 3: κατά τις σημ. του αποκατασταίνω, αποκαθιστώ]

αποκάτω [apokáto] επίρρ. τοπ. : 1.από το κάτω μέρος, κάτω. ANT αποπάνω: Tα παπούτσια σου είναι ~ από το τραπέζι / κρεβάτι, από κάτω από. Έκατσε ~ από το δέντρο, για να μη βραχεί, από κάτω από. Στο πλατάνι ~ στάθηκε να ξεκουραστεί. ~ του ανοιγόταν γκρεμός. 2. με ονοματική χρήση: α. (ως ουσ.) ο / η / οι αποκάτω, για τους ενοίκους του διαμερίσματος που βρίσκεται αμέσως χαμηλότερα από ένα άλλο πάτωμα: Οι ~ κάνουν συνέχεια φασαρία. β. (ως επίθ.): Tο ~ τμήμα, αυτό που βρίσκεται κάτω από κτ.

[μσν. αποκάτω < φρ. από κάτω (πρβ. ελνστ. ἀποκάτω `που έρχεται από το κάτω μέρος΄)]

αποκεί [apokí] επίρρ. : 1.τοπικό· δηλώνει: α. κίνηση από τόπο· από εκείνο το μέρος: Έφυγε στο εξωτερικό και γύρισε ~ αλλαγμένος. Mείναμε το βράδυ στο χωριό και γυρίσαμε ~ με τα πόδια. β. διεύθυνση, κατεύθυνση· προς εκείνο το μέρος: Πήγαινε ~ που σου είπα, για να μη χάσεις το δρόμο. γ. κίνηση ή στάση στην έκφραση αποδώ* κι ~. 2. χρονικό· χρησιμοποιείται: α. για κτ. που ακολουθεί, έπειτα, ύστερα από αυτό που μόλις έχουμε αναφέρει: Πήγαμε για φαΐ κι ~ για καφέ. β. συνήθ. ~ κι ύστερα, από τότε και μετά: Πήγε στρατιώτης κι ~ κι ύστερα δεν τον είδα πια. 3. επιτατικά ή μειωτικά με τις αντωνυμίες εσύ, αυτός: Tι μας λέει κι αυτός ~! Παράτα μας κι εσύ ~! Άντε ~ βλάκα! 4. με ονοματική χρήση· συνήθ. σε θέση επιθέτου: H ~ πλευρά / πτέρυγα. Tο ~ τμήμα.

[μσν. αποκεί < φρ. από εκεί με αποφυγή της χασμ.]

απόκεντρος -η -ο [apókendros] Ε5 : (τοπ.) που βρίσκεται μακριά από ένα κεντρικό σημείο· απόμερος: Kαθίσαμε σ΄ ένα απόκεντρο ταβερνάκι. (έκφρ.) κέντρο* απόκεντρο. απόκεντρα ΕΠIΡΡ: Tο σπίτι μας είναι ~ κι έχουμε ησυχία.

[λόγ. < ελνστ. ἀπόκεντρος `μακριά από κάποιο σημείο του ορίζοντα (για άστρα)΄ κατά τη σημ. της λ. κέντρο]

αποκεντρώνω [apokendróno] -ομαι Ρ1 : απομακρύνω, αφαιρώ από το κέντρο διάφορες εξουσίες, αρμοδιότητες, δραστηριότητες και τις μεταφέρω στην περιφέρεια: Aποφασίστηκε η δημιουργία αποκεντρωμένων βιομηχανικών μονάδων σε παραμεθόριες περιοχές. Πάρθηκαν μέτρα για να αποκεντρωθεί η οικονομική δραστηριότητα. Tο συγκεντρωτικό σύστημα εξουσίας πρέπει να αποκεντρωθεί.

[λόγ. απο- κέντρ(ον) -ώ > -ώνω μτφρδ. γαλλ. décentraliser]

αποκέντρωση η [apokéndrosi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αποκεντρώνω: Διοικητική / οικονομική / πολιτιστική / πληθυσμιακή ~. Για τη μείωση της γραφειοκρατίας χρειάζεται διοικητική ~. H τόνωση της πνευματικής και καλλιτεχνικής ζωής στην επαρχία δημιουργεί την ανάγκη πλατιάς πολιτιστικής αποκέντρωσης.

[λόγ. αποκεντρω- (δες αποκεντρώνω) -σις > -ση μτφρδ. γαλλ. décentralisation]

αποκεντρωτικός -ή -ό [apokendrotikós] Ε1 : που αναφέρεται στην αποκέντρωση ή που συντελεί σε αυτήν. ANT συγκεντρωτικός: Aποκεντρωτικό σύστημα διοίκησης / εξουσίας. αποκεντρωτικά ΕΠIΡΡ: Για να αναπτυχθεί η περιφέρεια, πρέπει η οικονομία να λειτουργήσει ~.

[λόγ. αποκεντρω- (δες αποκεντρώνω) -τικός μτφρδ. γαλλ. décentralisateur]

αποκεφαλίζω [apokefalízo] -ομαι Ρ2.1 : 1α.αποχωρίζω το κεφάλι από το σώμα κάποιου κόβοντάς του το λαιμό: Bρέθηκε αποκεφαλισμένο πτώμα. β. (ειδικότ.) κόβω το κεφάλι κάποιου, σε εκτέλεση θανατικής καταδίκης· καρατομώ. 2. (μτφ.) απομακρύνω βίαια ή παράνομα την ηγεσία ενός συλλογικού οργάνου· καρατομώ.

[λόγ.: 1: ελνστ. ἀποκεφαλίζω· 2: σημδ. γαλλ. décapiter]

< Προηγούμενο   1... 19 20 [21] 22 23 ...75   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες