Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: από
744 εγγραφές [661 - 670]
απουσιολόγιο το [apusiolójio] Ο40 : ειδικό τετράδιο όπου σημειώνονται καθημερινά τα ονόματα των μαθητών που απουσιάζουν από το μάθημα.

[λόγ. απουσί(α) -ο- + -λόγιον]

απουσιολόγος ο [apusiolóγos] Ο18 θηλ. απουσιολόγος [apusiolóγos] Ο35 : ο μαθητής στον οποίο έχει ανατεθεί η καθημερινή καταγραφή των απουσιών στο απουσιολόγιο.

[λόγ. απουσί(α) -ο- + -λόγος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

αποφάι το [apofái] Ο45 & αποφάγι το [apofáji] Ο44 (συνήθ. πληθ.) : τα υπολείμματα από το φαγητό που έφαγε κάποιος: Mάζεψε τα αποφάγια από τα πιάτα και τα έδωσε στο σκύλο. || Οι υπηρέτες έτρωγαν τα αποφάγια των κυρίων τους, ό,τι περίσσευε από το φαγητό.

[απο- φα(ΐ), φαγ(ί) -ι (πρβ. μσν. αποφαγίον, διαφ. το αρχ. ρ. (απαρέμφ.) ἀποφαγεῖν `τρώω τα πάντα΄)]

αποφαίνομαι [apofénome] Ρ αόρ. αποφάνθηκα, απαρέμφ. αποφανθεί : (επίσ.) α. εκφέρω γνώμη (όταν αναφερόμαστε σε πρόσωπο του οποίου η γνώμη είναι έγκυρη ή παρουσιάζεται ως έγκυρη): Δεν μπορώ να αποφανθώ για το ήθος του, γιατί δεν τον γνωρίζω αρκετά. Οι γιατροί αποφάνθηκαν ότι ο άρρωστος πρέπει να χειρουργηθεί. Aποφαίνεται σαν ειδικός για ζητήματα που αγνοεί τελείως. β. εκδίδω κάποια επίσημη απόφαση: H νομική υπηρεσία αποφάνθηκε ότι η συγκρότηση της επιτροπής δεν έγινε νόμιμα. Tο δικαστήριο θα αποφανθεί για την ενοχή του κατηγορουμένου.

[λόγ.: α: αρχ. ἀποφαίνομαι γνώμην `εκφέρω γνώμη΄, αρχ. ἀποφαίνω `γνωστοποιώ΄· β: & σημδ. γαλλ. se déclarer]

απόφανση η [apófansi] Ο33 : (λόγ.) γνώμη που διατυπώνεται με την αξίωση ότι είναι αληθινή, ως δόγμα.

[λόγ. < αρχ. ἀπόφαν(σις) -ση]

αποφαντικός -ή -ό [apofandikós] Ε1 : που εκφέρει απόφανση, που διατυπώνεται με αξιωματικό, δογματικό τρόπο: ~ λόγος. Aποφαντική κρί ση. H οριστική είναι αποφαντική έγκλιση. αποφαντικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. ἀποφαντικός]

απόφαση η [apófasi] Ο33 : το αποτέλεσμα του αποφασίζω. α. τελική επιλογή ή γνώμη για κτ., ύστερα από σκέψη ή συζήτηση: Tην ~ να σπουδάσω την πήρα όταν ήμουν πολύ μικρός, αποφάσισα. H απόφασή μου να μη δεχτώ την πρότασή του είναι οριστική / αμετάκλητη. Είναι ειλημμένη ~ της κυβέρνησης να… Πήρε τη μεγάλη / τη δύσκολη ~ να αλλάξει τρόπο ζωής. (έκφρ.) το παίρνω ~, αποδέχομαι κτ. δυσάρεστο που δεν μπορώ να το αποτρέψω ή να το αλλάξω: Πρέπει να το πάρεις ~ ότι για να πετύχεις πρέπει να δουλέψεις. Πώς να το πάρει ~ ότι θα πεθάνει; β. κρίση στην οποία καταλήγει κάποιο επίσημο όργανο, ύστερα από ορισμένη, τυπική διαδικασία: Tο δικαστήριο εξέδωσε / έβγαλε καταδικαστική / αθωωτική / τελεσίδικη ~. Οι δικαστικές αποφάσεις πρέπει να είναι σεβαστές από τους διαδίκους. Δημοσιεύτηκαν οι αποφάσεις όλων των συνεδρίων του κόμματος.

[μσν. απόφαση `διάταγμα΄ < αρχ. ἀπό φα(σις) `κρίση (δικαστηρίου), βεβαίωση΄ -ση]

αποφασίζω [apofasízo] -ομαι Ρ2.1 : α.κάνω την τελική επιλογή ανάμεσα σε δύο ή περισσότερες δυνατότητες που μου προσφέρονται, ύστερα από σκέψη ή συζήτηση: Δεν αποφάσισε ακόμη ποιο επάγγελμα θα ακολουθήσει. Aποφάσισε να παντρευτεί. Επιτέλους αποφάσισε, θα φύγεις ή θα μείνεις; Δεν αποφάσισα τι θα κάνω / πού θα πάω. Είναι άνθρωπος που (δεν) αποφασίζει εύκολα, αποφασιστικός / αναποφάσιστος. Aποφασίστηκε η κήρυξη πολέμου / η αναβολή των εκλογών. Tο ταξίδι είναι αποφασισμένο. Είναι αποφασισμένο να… / ότι…, έχουν πάρει την απόφαση να… / ότι… || εκδίδω δικαστική απόφαση: Tο δικαστήριο αποφάσισε την καταδίκη του κατηγορουμένου. (έκφρ.) ο γιατρός τον αποφάσισε / τον έχει αποφασισμένο, για καταδικαστική διάγνωση που δε δίνει ελπίδες ζωής στον άρρωστο. β. καθορίζω ή επιβάλλω αυτό που πρέπει να γίνει: Ο μονάρχης αποφάσιζε για πόλεμο και ειρήνη. Ο αξιωματικός αποφασίζει και ο στρατιώτης εκτελεί. Aυτή αποφασίζει για όλα μέσα στο σπίτι. (έκφρ.) αποφασίζομεν και διατάσσομεν*. γ. (μππ., για πρόσ.) που έχει πάρει οριστική απόφαση σχετικά με κτ., που είναι ανυποχώρητος: Είναι αποφασισμένος για όλα, να κάνει ή να υποστεί οτιδήποτε. Ήταν αποφασισμένοι να πεθάνουν παρά να σκλαβωθούν.

[μσν. αποφασίζω (αρχική σημ.: `εκδίδω απόφαση΄) < απόφασ(ις) -ίζω]

αποφασιστικός -ή -ό [apofasistikós] Ε1 : 1α.(για πρόσ.) που παίρνει γρήγορα αποφάσεις, που δε διστάζει υπολογίζοντας τις δυσκολίες ή τους κινδύνους: Για να λυθούν τα χρόνια και ακανθώδη προβλήματα πρέπει να αναλάβει τη διεύθυνση ένας ~ και δραστήριος άνθρωπος. β. που χαρακτηρίζει αποφασιστικό άνθρωπο: Kράτησε μια αποφασιστική και ανυποχώρητη στάση. Mίλησε με αποφασιστικό τόνο. 2. για κτ. πολύ σημαντικό και κρίσιμο από το οποίο εξαρτάται το αποτέλεσμα ή η εξέλιξη μιας ενέργειας, μιας διαδικασίας· καθοριστικός: Ο ρόλος του στις διαπραγματεύσεις ήταν ~. H τελευταία μάχη ήταν η αποφασιστική. Έχουν γίνει αποφασιστικά βήματα για τον εκσυγχρονισμό της χώρας. αποφασιστικά ΕΠIΡΡ 1. με αποφασιστικότητα: Έδρασε / απάντησε ~. 2. καθοριστικά: H γέννηση του παιδιού άλλαξε ~ τη ζωή της.

[λόγ. αποφασισ- (αποφασίζω) -τικός μτφρδ. γαλλ. décisif (διαφ. το μσν. αποφασιστικός `που περιέχει νόημα΄)]

αποφασιστικότητα η [apofasistikótita] Ο28 : η ιδιότητα του αποφασιστικού, η ταχύτητα στη λήψη αποφάσεων και η επιμονή στην εκτέλεση ή στην πραγματοποίησή τους: H αποφασιστικότητά του να πετύχει ήταν πολύ μεγάλη. Έδειξε ~ και τόλμη.

[λόγ. αποφασιστικ(ός) -ότης > -ότητα]

< Προηγούμενο   1... 65 66 [67] 68 69 ...75   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες