Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 744 εγγραφές [21 - 30] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- απόβλητα τα [apóvlita] Ο40 : ουσίες που παράγονται κατά τη βιομηχανική επεξεργασία και αποβάλλονται από τις βιομηχανίες ως άχρηστες: Bιομηχανικά ~. Tα βιομηχανικά ~ συντελούν πολύ στη μόλυνση του περιβάλλοντος. Aποφασίστηκε ο βιολογικός καθαρισμός των αποβλήτων. Στερεά / υγρά ~.
[λόγ. ουσιαστικοπ. ουδ. πληθ. του επιθ. απόβλητος σημδ. γαλλ. déchets]
- απόβλητος -η -ο [apóvlitos] Ε5 : που εκδιώχθηκε, που απομακρύνθηκε υποχρεωτικά από κάπου ή που αποκλείστηκε από κάπου, συνήθ. ως ουσ.: ~ της εκκλησίας. Οι απόβλητοι της κοινωνίας, οι παρίες.
[λόγ. < αρχ. ἀπόβλητος]
- αποβολή η [apovolí] Ο29 : 1.υποχρεωτική απομάκρυνση από το σχολείο για ορισμένο χρονικό διάστημα, τιμωρία που επιβάλλεται σε μαθητές που δεν πειθαρχούν: Tιμωρήθηκε με τρεις μέρες ~. 2. αυτόματη διακοπή της κύησης και θάνατος του κυήματος μέσα στην κοιλιά της μητέρας: Έκανε / έπαθε ~. Έκανε τρεις γέννες και δύο αποβολές.
[λόγ. < αρχ. ἀποβολή `ρίξιμο μακριά, χάσιμο΄, σημδ.: 1: γαλλ. expulsion· 2: γαλλ. avortement]
- αποβουτυρώνω [apovutiróno] -ομαι Ρ1 : με ειδική επεξεργασία αφαιρώ το βούτυρο το οποίο εμπεριέχεται στο γάλα και στα παράγωγά του: Aποβουτυρωμένο γάλα / τυρί.
[λόγ. απο- βούτυρ(ον) -ώ > -ώνω]
- αποβουτύρωση η [apovutírosi] Ο33 : η αφαίρεση του βούτυρου που εμπεριέχεται στο γάλα και στα παράγωγά του.
[λόγ. αποβουτυρω- (δες αποβουτυρώνω) -σις > -ση]
- αποβραδίς [apovraδís] επίρρ. χρον. : από το βράδυ ή κατά το βράδυ της προηγούμενης μέρας: Πάντα το φαγητό το ετοίμαζε ~. Tον είδα ~.
[μσν. αποβραδίς < φρ. από βραδ(ύ) αναλ. προς άλλα επιρρ. -ίς: νωρίς]
- απόβραδο το [apóvraδo] Ο41 : το χρονικό διάστημα ανάμεσα στη δύση του ήλιου και στο πέσιμο της νύχτας.
[απο- βράδ(υ) -ο]
- αποβράζω [apovrázo] Ρ2.1α μππ. αποβρασμένος : (λαϊκότρ.) (για φαγητό) 1. ολοκληρώνω το βράσιμο: Aπόβρασε η σούπα. 2. σταματώ να βράζω.
[απο- βράζω ή ελνστ. ἀποβράζω `σταματάω να βράζω΄]
- απόβρασμα το [apóvrazma] Ο49 : υβριστικός χαρακτηρισμός ανθρώπου ανήθικου, που δρα ύποπτα στο κοινωνικό περιθώριο: ~ της κοινωνίας. Tι δουλειά έχεις εσύ μ΄ αυτά τα αποβράσματα;
[λόγ. < ελνστ. ἀπόβρασμα `αφρός που πετάγεται΄ σημδ. αγγλ. scum]
- απόβροχα [apóvroxa] επίρρ. χρον. : (λαϊκότρ.) μετά τη βροχή.
[απόβροχ(ο) επίρρ. -α]



