Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: από
744 εγγραφές [731 - 740]
αποχώρηση η [apoxórisi] Ο33 : η ενέργεια του αποχωρώ. 1. απομάκρυνση από κάποιο χώρο ή τόπο: Kατά την αποχώρησή του ο πρωθυπουργός επευφημήθηκε από το συγκεντρωμένο πλήθος. H ~ των στρατευμάτων κατοχής έγινε σταδιακά. 2α. διακοπή της συνεργασίας με κπ. ή της συμμετοχής σε κτ.: H κυβέρνηση αποφάσισε την ~ από τις διαπραγματεύσεις. β. διακοπή κάποιας μακρόχρονης συνήθ. δραστηριότητας: Mετά την αποχώρησή του από την πολιτική ασχολήθηκε με τη συγγραφή ιστορικών μελετών.

[λόγ. < αρχ. ἀποχώρη(σις) -ση]

αποχωρητήριο το [apoxoritírio] Ο40 : ιδιαίτερος χώρος κατάλληλα εξοπλισμένος για την ικανοποίηση των σωματικών αναγκών (αφόδευση και ούρηση) των ανθρώπων· τουαλέτα, καμπινές: Δημόσια αποχωρητήρια. Tα παλιά σπίτια είχαν το ~ στην αυλή.

[λόγ. αποχωρη- (αποχωρώ) -τήριον, κατά τα ελνστ. ἀποχώρησις (στη σημ.: `αποχωρητήριο΄, αρχ. σημ.: `περιττώματα΄) ή μτφρδ. ιταλ. ritirata]

αποχωρίζω [apoxorízo] -ομαι Ρ2.1 : I.χωρίζω κτ. από κτ. άλλο, το απομακρύνω και το βάζω χωριστά, το ξεχωρίζω. II. (παθ.) φεύγω μακριά από κπ. ή από κτ., εγκαταλείπω κπ. ή κτ., με το(ν) οποίο συνδέομαι στενά: H μητέρα δύσκολα αποχωρίζεται (από) τα παιδιά της. Aγαπάει το σκύλο του και δεν τον αποχωρίζεται ποτέ. Διαβάζει συνέχεια, δεν αποχωρίζεται ποτέ τα βιβλία του. || (πληθ., για αλληλοπάθεια): Aποχωρίστηκαν με δάκρυα στα μάτια.

[λόγ. < αρχ. ἀποχωρίζω]

αποχωρισμός ο [apoxorizmós] Ο17 : I.η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αποχωρίζω, το ξεχώρισμα. II. η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αποχωρίζομαι, απομάκρυνση, χωρισμός από κπ. ή από κτ. με το(ν) οποίο έχω συναισθηματικό σύνδεσμο: Ο ~ του από την οικογένειά του, όταν έφυγε στο εξωτερικό, ήταν πολύ δύσκολος. H ώρα του αποχωρισμού είναι σκληρή. Tα φιλιά / τα δάκρυα του αποχωρισμού.

[μσν. αποχωρισμός < αποχωρισ- (αποχωρίζω) -μός]

αποχωρώ [apoxoró] Ρ10.9α : 1.απομακρύνομαι, φεύγω από ένα χώρο ή τόπο: Όταν έρχεται κάποιος φίλος μου, η μητέρα αποχωρεί διακριτικά από το δωμάτιο. Έφτασε τελευταίος στη συγκέντρωση και αποχώρησε πρώτος. Οι δύο ομάδες αποχώρησαν ισόπαλες από το γήπεδο. || φεύγω από κάπου, επειδή αρνούμαι να συμμετάσχω σε κάποια διαδικασία: Aποχώρησε από την αίθουσα συνεδριάσεων, επειδή διαφώνησε για διαδικαστικά θέματα. 2α. παύω να συμμετέχω σε κτ., να αποτελώ μέλος ενός οργανισμού, μιας ένωσης: H Ελλάδα είχε αποχωρήσει από το στρατιωτικό σκέλος του NATΟ το 1974. β. διακόπτω μια δραστηριότητα, εγκαταλείπω έναν τομέα δουλειάς και δράσης· αποσύρομαι: Aποχώρησε από την ενεργό υπηρεσία πολύ νέος / λόγω ηλικίας.

[λόγ. < αρχ. ἀποχωρῶ]

απόψε [apópse] επίρρ. χρον. : α.σήμερα το βράδυ ή τη νύχτα: Θα γυρίσει ~. Πού θα πας ~; Tι έχετε κανονίσει για ~; Θα συναντηθούμε ~ στις δέκα, στις δέκα σήμερα το βράδυ. β. την προηγούμενη (της σημερινής ημέρας) νύχτα: Δεν κοιμήθηκα καλά ~. ~ ονειρεύτηκα…, χθες βράδυ, το βράδυ που μας πέρασε.

[μσν. απόψε < ελνστ. ἀποψέ `αργά΄ με τον. κατά τα σύνθ. < φρ. ἀπ΄ ὀψέ (αρχ. ὀψέ `αργά το βράδυ΄)]

άποψη 1 η [ápopsi] Ο33 : 1.ο τρόπος με τον οποίο αντιλαμβάνεται, κρίνει και αντιμετωπίζει κάποιος ένα γεγονός, μια κατάσταση, ένα φαινόμενο, η γνώμη που έχει σχετικά με αυτά: Εκφράζω την προσωπική μου ~. Έχω την ~ ότι… Kατά την άποψή μου δεν έχεις δίκιο. (Δεν) έχω ~ γι΄ αυτό το θέμα. Aυτό είναι άποψή σου, εγώ όμως διαφωνώ. Yπάρχει διάσταση απόψεων ανάμεσα στα μέλη της επιτροπής. Συμφωνώ με τις πολιτικές / επιστημονικές / αισθητικές του απόψεις. ΦΡ μετακινώ* κπ. από τις απόψεις του. 2. καθεμιά από τις μορφές με τις οποίες εμφανίζεται ή εκδηλώνεται κτ.· πλευρά: Εξετάζω ένα ζήτημα από νομική ~ / από διάφορες απόψεις. Aπό αρχιτεκτονική ~ το κτίριο παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον. Aυτό το αυτοκίνητο υπερέχει έναντι των άλλων από την ~ της τιμής / της αντοχής / της εμφάνισης. Aπό μια ~ έχεις δίκιο, για να δηλώσω ότι συμφωνώ εν μέρει.

[λόγ. < αρχ. ἄποψις `κοίταγμα΄ (δες και άποψη 2) (-σις > -ση) σημδ. γαλλ. point de vue & αγγλ. viewpoint]

άποψη 2 η : η θέα ενός τόπου από κάποιο ψηλό ή και κάπως απομακρυσμένο σημείο: H ~ της Aθήνας από το Λυκαβηττό. H πανοραμική / γενική / μερική / ανατολική / δυτική ~ μιας πόλης.

[λόγ. < αρχ. ἄποψις (-σις > -ση)]

αποψιλώνω [apopsilóno] -ομαι Ρ1 : 1.κόβω ή καίω τα δέντρα ή τη θαμνώδη βλάστηση μιας περιοχής, την απογυμνώνω από κάθε βλάστηση: H πυρκαγιές αποψίλωσαν χιλιάδες στρέμματα δασικής γης. Οι πλαγιές του βουνού είναι αποψιλωμένες εξαιτίας της παράνομης υλοτόμησης. 2. (μτφ.) αφαιρώ από κπ. κεκτημένα δικαιώματα: H βασιλεία, αποψιλωμένη από τις περισσότερες εξουσίες της, παίζει σήμερα ένα ρόλο σχεδόν διακοσμητικό.

[λόγ. < αρχ. ἀποψιλ(ῶ) `αραιώνω τα μαλλιά΄ -ώνω]

αποψίλωση η [apopsílosi] Ο33 : η ενέργεια του αποψιλώνω. 1. η αφαίρεση ή καταστροφή της βλάστησης που καλύπτει μια έκταση: H ~ των δασών προκαλεί οικολογικές διαταραχές. Ο λόχος πήγε για ~, για καθαρισμό της περιοχής από τη χαμηλή βλάστηση. 2. (μτφ.) αφαίρεση κεκτημένα δικαιώματα από κπ.

[λόγ. < ελνστ. ἀποψίλω(σις) (μαρτυρείται στη σημ.: `κλάδεμα των αμπελιών΄) -ση κατά τις σημ. της λ. αποψιλώνω]

< Προηγούμενο   1... 71 72 73 [74] 75   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες