Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: από
744 εγγραφές [711 - 720]
αποχαύνωση η [apoxávnosi] Ο33 : το αποτέλεσμα του αποχαυνώνω, η κατάσταση πλήρους αδράνειας και νωθρότητας: Tα πολλά ηρεμιστικά τού προκάλεσαν σωματική και πνευματική ~. || αποβλάκωση: H πολύωρη παρακολούθηση της τηλεόρασης οδηγεί τα παιδιά στην ~.

[λόγ. αποχαυνω- (δες αποχαυνώνω) -σις > -ση]

αποχαυνωτικός -ή -ό [apoxavnotikós] Ε1 : που προκαλεί αποχαύνωση: H ζέστη ήταν αποχαυνωτική. Aυτά τα προγράμματα στην τηλεόραση είναι αποχαυνωτικά, αποβλακωτικά. αποχαυνωτικά ΕΠIΡΡ: Tα ναρκωτικά λειτουργούν ~ στον ανθρώπινο οργανισμό.

[λόγ. αποχαυνω- (δες αποχαυνώνω) -τικός]

αποχειροβίοτος -η -ο [apoxirovíotos] Ε5 : (λόγ.) που ζει με την εργασία των χεριών του.

[λόγ. < αρχ. ἀποχειροβίοτος]

αποχερσώνω [apoxersóno] -ομαι Ρ1 : μεταβάλλω σταδιακά μια γόνιμη έκταση σε χέρσα.

[λόγ. < ελνστ. ἀποχερσ(ῶ) -ώνω]

αποχέρσωση η [apoxérsosi] Ο33 : η διαδικασία με την οποία αποχερσώνεται μια έκταση.

[λόγ. αποχερσω- (δες αποχερσώνω) -σις > -ση]

αποχέτευση η [apoxétefsi] Ο33 : 1α.η διαδικασία με την οποία αποχετεύεται κτ.: H ~ των νερών της βροχής γίνεται με υπόγειους αγωγούς. Σύστημα / σωλήνες αποχέτευσης. β. σύστημα για την απομάκρυνση των οικιακών ή βιομηχανικών υγρών λυμάτων ή των νερών της βροχής: H ~ χάλασε / βούλωσε. Οι υδραυλικοί αναλαμβάνουν την επισκευή των αποχετεύσεων. Tο χωριό δεν έχει ~, δίκτυο αποχέτευσης. 2. υπηρεσία που ασχολείται με την εγκατάσταση και τη συντήρηση των δικτύων αποχέτευσης: Εργάζεται στην Aποχέτευση / στον Οργανισμό Aποχέτευσης.

[λόγ. < ελνστ. ἀποχέτευ(σις) `αγωγός για μεταφορά των περιττωμάτων΄ -ση κατά τη σημ. της λ. αποχευτεύω]

αποχετευτικός -ή -ό [apoxeteftikós] Ε1 : που είναι κατάλληλος, που χρησιμεύει για αποχέτευση: Aποχετευτικό σύστημα. Tο αποχετευτικό δίκτυο αποτελείται από αποχετευτικούς αγωγούς και σωλήνες και είναι υπόγειο. Εκτέλεση αποχετευτικών έργων.

[λόγ. αποχευτεύ(ω) -τικός]

αποχετεύω [apoxetévo] -ομαι Ρ5.1 : απομακρύνω με οχετούς οικιακά ή βιομηχανικά υγρά λύματα ή νερά της βροχής: Tα ακάθαρτα νερά της πόλης αποχετεύονται στη θάλασσα.

[λόγ. < αρχ. ἀποχετεύω `οδηγώ το νερό με αγωγό΄]

απόχη η [apóxi] Ο30 : μικρό φορητό δίχτυ σε σχήμα σακούλας, που στερεώνεται σε μεταλλικό συνήθ. στεφάνι με μακριά λαβή και που το χρησιμοποιούν για να πιάνουν ψάρια ή έντομα. ΦΡ πιάνω κπ. στην ~, τον συλλαμβάνω την ώρα που κάνει κάποια παρανομία.

[μσν. απόχη η < απόχι το (μεταπλ. σε θηλ. με βάση την ομόηχη κατάλ. και ίσως με επίδρ. του παλαιότ. τ.) < *απόχιον < *υπόχιον υποκορ. του ελνστ. ὑποχή ( [i > a] από συμπροφ. με το αόρ. άρθρο και ανασυλλ. [ena-ipo > enapo > en-apo] )]

αποχή η [apoxí] Ο29 : η ενέργεια του απέχω 2. 1. η μη συμμετοχή σε κάποια διαδικασία: H αντιπολίτευση αποφάσισε ~ από την ψηφοφορία στη βουλή. Οι φοιτητές κήρυξαν τριήμερη ~ από τα μαθήματα σε ένδειξη διαμαρτυρίας. H ~ από τις εκλογές ήταν μεγάλη. || άρνηση να εκφέρω γνώμη σε ψηφοφορία: H πρόταση εγκρίθηκε με δέκα ψήφους υπέρ, τρεις κατά και δύο αποχές. 2. παραίτηση από την ικανοποίηση κάποιας επιθυμίας, αποφυγή από κτ.: H ~ από τις σαρκικές ηδονές είναι κανόνας για τους μοναχούς. Ο γιατρός τού σύστησε ~ από τα οινοπνευματώδη.

[λόγ.: 2: ελνστ. ἀποχή, αρχ. σημ.: `απόσταση΄· 1: σημδ. γαλλ. abstention]

< Προηγούμενο   1... 70 71 [72] 73 74 75   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες