Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 744 εγγραφές [681 - 690] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αποφοιτήσας ο [apofitísas] Ο πληθ. αποφοιτήσαντες : (λόγ.) αυτός που έχει αποφοιτήσει από ένα εκπαιδευτικό ίδρυμα. || (ως επίθ.): Οι αποφοιτήσαντες φιλόλογοι του 1997.
[λόγ. ουσιαστικοπ. μτχ. αορ. του αποφοιτώ]
- αποφοίτηση η [apofítisi] Ο33 : η ενέργεια του αποφοιτώ, η συμπλήρωση των σπουδών σε έναν εκπαιδευτικό κύκλο: Mετά την αποφοίτησή του από το λύκειο θα συνεχίσει τις σπουδές του στο πανεπιστήμιο.
[λόγ. < ελνστ. ἀποφοίτη(σις) `αποχώρηση΄ -ση κατά την αλλ. της σημ. του αποφοιτώ]
- απόφοιτος -η -ο [apófitos] Ε5 : (συνήθ. ως ουσ.) αυτός που έχει τελειώσει τη φοίτησή του σε κάποιο εκπαιδευτικό ίδρυμα: Είναι ~ δημοτικού / γυμνασίου / τεχνικής σχολής / πανεπιστημίου. Στην αποχαιρετιστήρια γιορτή των αποφοίτων έλαβαν μέρος και οι τελειόφοιτοι. || (ειρ.): Είναι ~ φυλακών / αναμορφωτηρίου κτλ.
[λόγ. < μσν. απόφοιτος `που έχει φύγει΄ < αποφοιτ(ώ) -ος (αναδρ. σχημ.) κατά την αλλ. της σημ. του αποφοιτώ]
- αποφοιτώ [apofitó] Ρ10.1α : τελειώνω τη φοίτησή μου σε ένα εκπαιδευτικό ίδρυμα, συμπληρώνοντας έναν κύκλο σπουδών: Aποφοίτησε από το πανεπιστήμιο / από το λύκειο με άριστα.
[λόγ. < αρχ. ἀποφοιτῶ `παύω να ακολουθώ ένα δάσκαλο, να ακούω μαθήματα΄ κατά τη σημ. της λ. φοιτώ]
- αποφοιτών ο [apofitón] Ο πληθ. αποφοιτώντες : (λόγ.) αυτός που αποφοιτά από ένα εκπαιδευτικό ίδρυμα. || (ως επίθ.).
[λόγ. ουσιαστικοπ. μεε. του αποφοιτώ]
- αποφορά η [apoforá] Ο24 : πολύ δυσάρεστη μυρωδιά, έντονη δυσοσμία: Tο πτώμα / ο οχετός αναδίνει μια αβάσταχτη / φοβερή ~.
[λόγ. < ελνστ. ἀποφορά, αρχ. σημ.: `πληρωμή φόρου΄]
- αποφόρι το [apofóri] Ο44 : ρούχο που το έχει χρησιμοποιήσει κάποιος πολύ και δεν το φοράει πια: Όταν ήταν μικρός φορούσε τα αποφόρια του μεγάλου αδελφού του. Ό,τι ~ είχε, το έστειλε στους φτωχούς. Ήταν ντυμένη με κάτι αποφόρια, για ρούχα παλιά και αταίριαστα στο σώμα.
[αποφορ(ώ < απο- φορώ) -ι (αναδρ. σχημ.)]
- αποφορτίζω [apofortízo] -ομαι Ρ2.1 : ANT φορτίζω. 1. (τεχν.) αφαιρώ το ηλεκτρικό φορτίο· εκφορτίζω: Aποφορτίστηκε η μπαταρία. 2. (μτφ.) μειώνω ή εξαλείφω τη συναισθηματική ένταση: H ατμόσφαιρα αποφορτίστηκε χάρη στη διαλλακτικότητα που έδειξαν και οι δύο πλευρές, εκτονώθηκε.
[λόγ. < ελνστ. ἀποφορτίζω `ρίχνω το φορτίο΄ σημδ. γαλλ. décharger (στη σημ. 1)]
- αποφόρτιση η [apofórtisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αποφορτίζω. 1. (τεχν.) αφαίρεση ή απώλεια ηλεκτρικού φορτίου· εκφόρτιση. 2. (μτφ.) μείωση ή εξάλειψη της συναισθηματικής έντασης.
[λόγ. αποφορτι- (αποφορτίζω) -σις > -ση μτφρδ. γαλλ. déchargement (στη σημ. 1)]
- αποφράδα [apofráδa] Ε (βλ. Ο26) : μόνο στην έκφραση ~ ημέρα, για ημέρα που συνδέεται με κάποιο τραγικό γεγονός, το οποίο σημάδεψε τη ζωή ενός ατόμου ή συνήθ. ενός λαού, και που θεωρείται δυσοίωνη: H Tρίτη είναι ~ ημέρα. Είκοσι εννέα Mαΐου 1453, η ~ ημέρα που έπεσε η Πόλη.
[λόγ. εν. < αρχ. πληθ. ἀποφράδες ἡμέραι]



