Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απόχρεμψη
1 εγγραφή
απόχρεμψη η [apóxrempsi] Ο33 : η αποβολή με το βήχα των διάφορων εκκρίσεων από τους βρόγχους και από το ανώτερο αναπνευστικό σύστημα.

[λόγ. < αρχ. ἀπόχρεμψις (-σις > -ση)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες