Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: απόφαση
1 item total
απόφαση η [apófasi] Ο33 : το αποτέλεσμα του αποφασίζω. α. τελική επιλογή ή γνώμη για κτ., ύστερα από σκέψη ή συζήτηση: Tην ~ να σπουδάσω την πήρα όταν ήμουν πολύ μικρός, αποφάσισα. H απόφασή μου να μη δεχτώ την πρότασή του είναι οριστική / αμετάκλητη. Είναι ειλημμένη ~ της κυβέρνησης να… Πήρε τη μεγάλη / τη δύσκολη ~ να αλλάξει τρόπο ζωής. (έκφρ.) το παίρνω ~, αποδέχομαι κτ. δυσάρεστο που δεν μπορώ να το αποτρέψω ή να το αλλάξω: Πρέπει να το πάρεις ~ ότι για να πετύχεις πρέπει να δουλέψεις. Πώς να το πάρει ~ ότι θα πεθάνει; β. κρίση στην οποία καταλήγει κάποιο επίσημο όργανο, ύστερα από ορισμένη, τυπική διαδικασία: Tο δικαστήριο εξέδωσε / έβγαλε καταδικαστική / αθωωτική / τελεσίδικη ~. Οι δικαστικές αποφάσεις πρέπει να είναι σεβαστές από τους διαδίκους. Δημοσιεύτηκαν οι αποφάσεις όλων των συνεδρίων του κόμματος.

[μσν. απόφαση `διάταγμα΄ < αρχ. ἀπό φα(σις) `κρίση (δικαστηρίου), βεβαίωση΄ -ση]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go