Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- απόσταγμα το [apóstaγma] Ο49 : 1.προϊόν της απόσταξης: ~ κρασιού, κονιάκ. ~ αρωματικών φυτών, τα αιθέρια έλαια των φυτών. 2. (μτφ.) ό,τι περιέχει το βαθύτερο νόημα, ό,τι συμπυκνώνει την ουσία μιας πνευματικής δημιουργίας: Οι παροιμίες είναι το ~ της λαϊκής σοφίας. Πολύτιμα συγγράμματα που είναι ~ μελέτης πολλών ετών.
[λόγ. < ελνστ. ἀπόσταγμα `κτ. που στάζει σε σταγόνες΄ κατά τη σημ. της λ. απόσταξη & σημδ. γαλλ. distillat]



