Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- απόπειρα η [apópira] Ο27 : ενέργεια που επιχειρεί κάποιος, προσπάθεια: ~ βιασμού / ληστείας / δολοφονίας / αυτοκτονίας. ~ συμφιλίωσης / συμβιβασμού. || ενέργεια δοκιμαστικού, πειραματικού χαρακτήρα: Ομάδα επιστημόνων έκανε επιτυχείς απόπειρες μεταμόσχευσης οργάνων από ζώα σε ανθρώπους. Στην Ελλάδα τελευταία έχουν γίνει αξιόλογες σκηνοθετικές απόπειρες. || (νομ.) η αρχή εκτέλεσης μιας αξιόποινης πράξης, η οποία όμως δεν πραγματώθηκε πλήρως: Kαταδικάστηκε για ~ βιασμού / απάτης.
[λόγ. < αρχ. ἀπόπειρα `προσπάθεια να δοκιμαστεί κτ.΄ (ελνστ. σημ.: `πείραμα΄) σημδ. γαλλ. tentative]
- αποπειρατικός -ή -ό [apopiratikós] Ε1 : που έχει σχέση με την απόπειρα. || (γραμμ.) ~ ενεστώτας, που δηλώνει την προσπάθεια του υποκειμένου του ρήματος.
[λόγ. αποπειρα- (αποπειρώμαι) -τικός μτφρδ. γαλλ. conatif]



