Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- απόμερος -η -ο [apómeros] Ε5 : (για τόπο) που βρίσκεται μακριά από εκεί που περνούν ή συχνάζουν άνθρωποι· απόκεντρος: Aπόμερο δρομάκι / καφενεδάκι. Kρύφτηκε σε μια απόμερη και σκοτεινή γωνιά. || (ως ουσ.) τα απόμερα, μέρος απόκεντρο, ερημικό.
απόμερα ΕΠIΡΡ: Είναι ~ εδώ και κανείς δε θα μας δει. [απο- μέρ(ος) -ος]



