Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απόδημος
1 εγγραφή
απόδημος -η -ο [apóδimos] Ε5 : που είναι εγκαταστημένος σε ξένη χώρα, που ζεί μακριά από την πατρίδα του: Ο ~ ελληνισμός της Aυστραλίας. Συμβούλιο Aπόδημου Ελληνισμού. Οι απόδημοι Έλληνες γιατροί. || (ως ουσ.) οι απόδημοι.

[λόγ. < αρχ. ἀπόδημος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες